-
1 νομ-αρχία
-
2 νομ-ανδρία
νομ-ανδρία, ἡ, bei Cic. Att. 5, 11, wird Versammlung der Hirten erkl., aber die Lesart ist zw.
-
3 νομ-άρχης
-
4 νομ-ώδης
νομ-ώδης, ες, nach Art um sich fressender Geschwüre, Sp.
-
5 νομ-ώνης
νομ-ώνης, ὁ, Weidepächter, Inscr. Orchomen. bei Böckh Staatshh. II p. 381.
-
6 νομ-ῳδός
-
7 νομιστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομιστί
-
8 νομώνης
A official who leases public pasture, IG7.3171.43 (Orchom. [dialect] Boeot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομώνης
-
9 νομαρχία
-
10 νομάζω
-
11 νόμαιος
A customary: νόμαια, τά, customs, usages,ξεινικὰ ν. Hdt.1.135
;Ἑλληνικὰ ν. Id.2.91
, al., cf. Max.Tyr.38.3;λίθων λευκῶν νομαίων Inscr.Délos 290.206
(iii B.C.): sg., Hdt.2.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμαιος
-
12 νομάς
A roaming about for pasture: pastoral tribes,Choeril.
3, Hdt.1.15, 125, 4.187,7.85, Arist.Pol. 1256a31;στρατηγὸς νομάδων OGI616.3
([place name] Arabia);ν. Σκύθαι Pi.Fr. 105
, A. Pr. 709; ; of the Cyclopes, E.Cyc. 120.2 metaph., of a prostitute, Ph.2.327.3 pr. n., Numidian, Plb.1.19.3,al.: hence guinea-fowl,Ptol.Euerg.
2 (a) J.; νομάς alone, Artem. ap. Ath.14.663e; ν. λίθος Numidian marble, Luc.Hipp. 6.II fem. Adj. roaming, grazing, ;ἔλαφος Id.Fr.89
;ἐπ' ἀκταῖς νομάδα.. ἁλιάετον E.Fr. 636
; δάμαλις ν. calf of the pastures, i.e. fatted, LXX 1 Ki.28.24; ν. περιστεραί wild doves, Gal.6.435, cf. 12.302; of Oedipus exposed, turned adrift on Cithaeron, S.OT 1350 (lyr.); of irrigation-channels, (unless distributing, cf. νέμω).3 ν. τράπεζα game diet, Him.Or.25.3.4 νομάσιν αὐγαῖς is dub.l. in Tim.Pers.89. -
13 νομαῖος
A = νομαδικός, χίμαρος AP6.157 (Theodorid.); ἀλάλαγμα ν. a shepherd's cry, Call.Fr. 310; growing in pastures,ἕρπυλλον Nic.Th. 67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομαῖος
-
14 νομεισφορά
νομ-εισφορά, ἡ,A proposal of a law, Tz.H.11.129.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομεισφορά
-
15 νόμευμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νόμευμα
-
16 νομεύς
A herdsman,κύνες τ' ἄνδρες τε νομῆες Il.17.65
; δύω δ' ἅμ' ἕποντο νομῆες, opp. the chief herdsman, Od.17.214, cf. 16.3, 17.246: generic term including the special αἰπόλος, βουκόλος, ποιμήν, συβώτης, cf. Pl.Tht. 174d, R. 370d;βοῶν ἀγέλης ν. X.Mem.1.2.32
;ν. προβάτων Arist.EN 1161a14
. -
17 νομευτικός
II skilled in grazing, ib.14.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομευτικός
-
18 νομεύω
A put to graze, drive afield, in [voice] Act., of the shepherd,καλλίτριχα μῆλα νομεύων Od.9.336
; ἐνόμευε νομὸν κάτα πίονα μῆλα ib. 217;ἀγέλην ν. Pl.Plt. 265d
:—[voice] Pass., metaph., of ἀνθρώπων ἀγέλαι, ib. 295e.2 βουσὶ νομοὺς ν. eat down the pastures with oxen, Lat. depascere, h.Merc.492.3 abs., to be a shepherd, tend flocks, Theoc.20.35.II later, = νωμάω, direct, manage, Nonn.D.7.110. -
19 νομή
A pasturage,ἀμφίβιον.. ἔδωκε ν. βατράχοισι Κρονίων Batr.59
;νομὰς νέμειν Hdt.1.110
; νομὰς νέμεσθαι ib.78, cf. Pl.Lg. 679a, Arist.HA 575b4, etc.;ποιμνίων νομαί S.OT 761
: in concrete sense, herds,X.
An.3.5.2.2 food from pasturing, Pl.Criti. 111C, etc.;αἷμα, ν. σαρκῶν Id.Ti. 80e
;ἡ προσήκουσα ψυχῆς ν. Id.Phdr. 248b
;ν. τῶν μελιττῶν τὸ θύμον Arist.HA 626
b20, cf. PCair.Zen.520.10 (iii B.C.).b metaph., spreading,ν. πυρός Plb.1.48.5
, Plu.Alex.35; freq. of sores, etc.,ν. ποιεῖσθαι
spread,Plb.
1.81.6;ὡς γάγγραινα, ν. ἕξει 2 Ep.Ti.2.17
, cf. Asclep. ap. Gal.12.995; ἵσταται ἡ ν., of baldness, Id.ib.411; spreading ulcers,Hp.
Prorrh.2.13, cf. Gal.13.860,al.;ν. σαρκὸς θηριώδεις Plu.2.165e
.II division, distribution, Hdt.2.52 (pl.), Pl.Prt. 321c, al.; of an inheritance, D.36.12; ἡ πατρῴα (v.l. πατρῴων)ν. Arist.Pol. 1303b34
; διεφθαρκὼς νομῇ χρημάτων τὸν δῆμον by largess of money, Aeschin. 2.76, cf. IG5(1).1346 ([dialect] Lacon.): in pl., = Lat. donativa, Hdn.3.8.9, 5.5.8,6.8.8.III in Law, = Lat. possessio, Wilcken Chr. 41 iii 20 (iii A.D.); μακρᾶς ν. παραγραφή, = longae posses- sionis praescriptio, Mitteis Chr. 374 i 3 (iii A.D.); ν. ἄδικος, = injusta possessio, PTeb.286.7 (ii A.D.); ἐπὶ νομῆς πέμπειν, = in possessionem mittere, Just.Nov.53.4.1. -
20 νομήματα
νομ-ήματα· δικαιώματα, Hsch. (leg. νόμιμα· τὰ δικαιώματα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομήματα
См. также в других словарях:
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
αρραβώνας — (Νομ.).Είδος παρεπόμενης συμφωνίας που αποβλέπει να ενισχύσει και να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της κύριας ενοχικής σχέσης. Η συμφωνία αυτή καταρτίζεται με την παράδοση ενός αντικειμένου (χρηματικού ποσού ή πράγματος που ενέχει οικονομική αξία),… … Dictionary of Greek
εμφύτευση — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαιοβυζαντινού δικαίου, κατά το οποίο ο δικαιούχος (εμφυτευτής) είχε εξουσία επάνω στα προϊόντα ενός ακινήτου που ανήκε κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο, καθώς και εξουσία προστασίας του ακινήτου αντί του ιδιοκτήτη … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
κυριότητα — (Νομ.). Το εμπράγματο δικαίωμα με το οποίο εκφράζεται η πλήρης εξουσία ενός προσώπου πάνω σε ένα πράγμα. Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) –αντίθετα με άλλους ευρωπαϊκούς– δε δίνει τον ορισμό της κ. Το ίδιο συμβαίνει και με το ρωμαϊκό δίκαιο, αν … Dictionary of Greek
μεσιτεία — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα άτομο δίνει εντολή σε ένα άλλο άτομο (μεσίτη) να μεσολαβήσει ή να υποδείξει ευκαιρία για τη σύναψη μιας άλλης σύμβασης (αγοραπωλησία, μίσθωση κλπ.), με την υπόσχεση να καταβάλει ορισμένη αμοιβή στην περίπτωση που… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek