Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομ-άρχης

См. также в других словарях:

  • θηβάρχης — θηβάρχης, ὁ (Α) ο προεστώς τών Θηβών στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ιβηράρχης — ἰβηράρχης, ὁ (Μ) ο ηγεμόνας τών Ιβήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ίβηρες + αρχης (< άρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ιδεάρχης — ἰδεάρχης, ὁ (Μ) η πηγή τών ιδεών, η πηγή τής νόησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδέα + άρχης (< άρχω), πρβλ. μον άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ιλάρχης — ο (Α ἰλάρχης) νεοελλ. ο ταγματάρχης ιππικού στον παλαιό στρατό αρχ. αρχηγός ίλης ιππέων, ο ίλαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ιστωνάρχης — ἱστωνάρχης, ὁ (Α) ο επόπτης τών υφαντουργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστών + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… …   Dictionary of Greek

  • κλινάρχης — κλινάρχης, ὁ (Α) αυτός που επιστατούσε και έβαζε σε τάξη τα κλινοειδή καθίσματα καθενός από εκείνους που συμμετείχαν στο συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κολοιάρχης — και κολοίαρχος, ὁ (Α) ο αρχηγός τών κολοιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοιός + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, νομ άρχης. Ο τ. κολοίαρχος < κολοιός + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμάρχης — κοσμάρχης, ὁ (Α) ο άρχοντας τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. δασ άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • κρατάρχης — κρατάρχης, ὁ (Μ) ηγεμόνας, αυτοκράτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος + ἄρχης (< ἄρχω), πρβλ. νομ άρχης, στρατ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • ληστάρχης — ληστάρχης, ὁ (ΑM) αρχιληστής, λήσταρχος, αρχηγός ληστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αρχης (< ἄρχω), πρβλ. κλιν άρχης, νομ άρχης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»