Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομοθέτας

См. также в других словарях:

  • νομοθέτας — νομοθέτᾱς , νομοθέτης lawgiver masc acc pl νομοθέτᾱς , νομοθέτης lawgiver masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαυλίζω — ΜΑ [φαῡλος] 1. θεωρώ κάποιον φαύλο 2. χλευάζω, περιφρονώ («οὐκ οἶδα ἡμῶν... ὅπῃ πάλιν αὖ τοὺς νομοθέτας φαυλίζεις», Πλάτ.) αρχ. παρέχω κάτι σε εξευτελιστική τιμή («καὶ έφαύλισεν Ἡσαῡ τὰ πρωτοτόκια», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ψηφοφορώ — ψηφοφορῶ, έω, ΝΑ, και ψηφηφορῶ Α [ψηφοφόρος] ψηφίζω νεοελλ. έχω το δικαίωμα τής ψήφου αρχ. εκλέγω με ψήφο («ἐπειδὴ τοὺς νομοθέτας ψηφηφορεῑν ἔδει», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»