-
1 μῆριγξ
Grammatical information: ?Meaning: ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων H.;Derivatives: Besides σμῆριγξ πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι. καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὑχέσιν ὀρθαὶ τρίχες H.; kind of hairdress (Lyc. 37, Poll. 2, 22).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: In the sense of ' πλεκταί, σειραί' σμῆριγξ agrees with μήρινθος (s. v.); the, as it seems, more usual meaning `breast v. t.' is however rather far off. It is therefore doubtful, whether the words, as was assumed (Chantraine Mél. Glotz [Paris 1932] 165, Schwyzer 498, v. Windekens Le Pelasgique 121), were originally connected; the supposedly ocasional(?) meaning `rope, string' may have been caused through the similarity with μήρινθος, μηρύω. The meaning ' ἐν τοῖς μηροῖς... τρίχες' will be an attempt to connect μῆριγξ with μηρός. -- No solution. Fur. 289 n. 78 separates the word = ἄκανθα from the others. Clearly a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,230Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆριγξ
-
2 μῆριγξ
-
3 μῆριγξ
-
4 μῆριγξ
μῆριγξ, ιγγος, ἡ, hartes, steifes Haar -
5 μήριγξ
(-ιγγος) η щетина -
6 σμῆριγξ
-
7 μήρινθος
μήρινθος, ἡ (vgl. μῆριγξ, σμήρινϑος, μέρμις), Faden, Schnur; πέλειαν λεπτῇ μηρίνϑῳ δῆσεν ποδός, Il. 23, 854; sprichwörtlich ἡ μήρινϑος οὐδὲν ἔσπασε, der Faden zog nicht, Ar. Th. 935, d. i. es half Nichts, von der Angel hergenommen; Luc. Herm. 28. Ein acc. sing. μήρινϑα wie von μῆρινς, Orph. Arg. 599. 1095, wo Herm. μέρμιϑα lies't.
-
8 σμῆριγξ
II σμῆρι<γ>ξ· πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, Id.; cf. μῆριγξ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμῆριγξ
-
9 σμῆριγξ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σμῆριγξ
См. также в других словарях:
μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… … Dictionary of Greek
σμήριγγα — η / σμῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ νεοελλ. 1. σκληρή τρίχα ορισμένων θηλαστικών, όπως τού χοίρου, τού αγριόχοιρου κ.ά. 2. τριχόμορφος χιτινώδης σχηματισμός ορισμένων ασπονδύλων 3. ακανθόμορφη τρίχα που βρίσκεται σε διάφορα φυτά, όπως λ.χ. στην τσουκνίδα… … Dictionary of Greek