Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σειραί

См. также в других словарях:

  • Σεῖραι — fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραί — σειρά cord fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίων — σειραί̱ων , σειραῖος joined by a cord fem gen pl σειραί̱ων , σειραῖος joined by a cord masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίαις — σειραί̱αις , σειραῖος joined by a cord fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίοιο — σειραί̱οιο , σειραῖος joined by a cord masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίοις — σειραί̱οις , σειραῖος joined by a cord masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίου — σειραί̱ου , σειραῖος joined by a cord masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραίῳ — σειραί̱ῳ , σειραῖος joined by a cord masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σειρᾶν — Σεῖραι fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σειρῶν — Σεῖραι fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήριγξ — μῆριγξ και σμῆριγξ, ἡ (Α) 1. σκληρή τρίχα, γουρουνότριχα 2. (κατά τον Ησύχ.) α) (ο τ. μῆριγξ) «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῑς ἐρίοις τῶν προβάτων» β) (ο τ. σμῆριγξ) «πόα καὶ εἶδος ἀκάνθης, σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῑς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»