Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μᾰχαιρο-φόρος

См. также в других словарях:

  • πλινθοφόρος — ον, Α 1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλινθοφόρος τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πλινθοφόρος ονομασία νομίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + φόρος (< φέρω) …   Dictionary of Greek

  • ποτηριοφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρει, που κρατά ένα ή περισσότερα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο φόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»