Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαχαιρωτός

См. также в других словарях:

  • μαχαιρωτός — μαχαιρωτός, ή, όν (Α) [μάχαιρα] αυτός που έχει σχήμα μαχαιριού …   Dictionary of Greek

  • μαχαιρωτῶν — μαχαιρωτός sabre shaped fem gen pl μαχαιρωτός sabre shaped masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρωτούς — μαχαιρωτός sabre shaped masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχαιρωτῷ — μαχαιρωτός sabre shaped masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Säge — Säge, Werkzeug, mit welchem man schmale tiefe Einschnitte in feste Körper macht, meistens um dieselben in kleinere Stücke zu zertheilen od. Stücke davon los zu trennen. 1) (Technol.). Der wirksame Theil der S. ist das Sägeblatt, eine lange, im… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… …   Dictionary of Greek

  • μαχαιριωτός — μαχαιριωτός, ή, όν (Μ) [μαχαίρι] ο μαχαιρωτός («μαχαιριωτὸς καυτήρ», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

  • πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»