-
1 Μαχαιρίων
Μαχαιρίωνmasc nom /voc sg -
2 μαχαιρίων
A = ξιφίον, Dsc.4.20; v. l. μαχαιρώνιον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρίων
-
3 μαχαιρίων
μαχαίριονsurgeon's: neut gen plμαχαιρίωνmasc nom /voc sg -
4 Μαχαιρίωνα
Μαχαιρίωνmasc acc sg -
5 Μαχαιρίωνας
Μαχαιρίωνmasc acc pl -
6 Μαχαιρίωνος
Μαχαιρίωνmasc gen sg -
7 μαχαιρίωνα
μαχαιρίωνmasc acc sg -
8 μαχαιρίωνας
μαχαιρίωνmasc acc pl -
9 μαχαιρίωνος
μαχαιρίωνmasc gen sg -
10 μαχαιρώνιον
A v. μαχαιρίων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιρώνιον
-
11 μάχαιρα
Grammatical information: f.Meaning: `big knife, butchery knife' (Il.); posthom. also `short sword, dagger'.Compounds: Compp., e.g. μαχαιρο-φόρος `sword-bearing', m. `sword-bearer' (IA), ἀ-μάχαιρος `without knife' (Pherecr.).Derivatives: Diminut. μαχαίρ-ιον (Hp., X., Arist.), - ίς f. (Com., Str.), - ίδιον (Ph., Luc.); further μαχαιρᾶς m. `swordbearer' (pap., inscr.; Schwyzer 461), μαχαιρωτός `equipped with shword' (Gal., Paul. Aeg.; Chantraine Form. 305); μαχαιρίων, - ίωνος m. plantname = ξιφίον (Dsc. 4, 20, v. l. - ώνιον; after the form of the leaves, Strömberg Pflanzenn. 44), also as PN (Paus.); Μαχαιρεύς m. PN (Str., sch. Pi., Boßhardt 120).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like γέραιρα, χίμαιρα, πίειρα a. o. ι̯α-deriv. of an r-stem, which might interchange with an n-stm ( πίων) (Schwyzer 475, Chantraine Form. 234). Of old connected with μάχομαι, which Chantr. finds implausible; s. v. Semitic etymolog with all reserve by Lewy Fremdw. 177 (to Hebr. m ekērā `sword'; this rather from Greek after Gordon Antiquity 30,22ff.); cf. Kretschmer Glotta 19, 160. Lat. LW [loanword] machaera. - Cf. also μάγειρος. No doubt a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,186-187Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μάχαιρα
См. также в других словарях:
μαχαιρίων — μαχαιρίων, ωνος, ὁ (Α) ξιφίδιο, μικρό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + επίθημα ίων (πρβλ. γλυκ ίων, πορφυρ ίων)] … Dictionary of Greek
Μαχαιρίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίων — μαχαίριον surgeon s neut gen pl μαχαιρίων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνα — Μαχαιρίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνα — μαχαιρίων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνας — Μαχαιρίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνας — μαχαιρίων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαχαιρίωνος — Μαχαιρίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιρίωνος — μαχαιρίων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… … Dictionary of Greek