-
1 μαχαιροφορος
-
2 μαχαιροφόρος
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem nom sg -
3 μαχαιροφόρος
ο1) вооружённый ножом, кинжалом; 2) см. μαχαιροβγάλτης -
4 μαχαιροφόρος
μᾰχαιρο-φόρος, ον,A wearing a sabre, of Egyptians, Hdt.9.32; μ. ἔθνος, of Persians, A.Pers.56 (anap.); of Thracians, Th.2.96, 7.27:— as Subst., swordsman, Plb.38.7.2, Plu.Sull.8, etc.; freq. of military police in Egypt, PAmh.2.38 (ii B.C.), PTeb.35.13 (ii B.C.), OGI737.6 (ii B. C.), Sammelb.46, Ostr.Bodl. iii 64, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαχαιροφόρος
-
5 μαχαιροφόρος
μαχαιρο-φόρος, Messer oder Säbel tragend; von den Ägyptern; von Thraciern; von Trabanten -
6 μαχαιροφόρον
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem acc sgμαχαιροφόροςwearing a sabre: neut nom /voc /acc sg -
7 μαχαιροφόροι
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem nom /voc pl -
8 μαχαιροφόροις
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem /neut dat pl -
9 μαχαιροφόρους
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem acc pl -
10 μαχαιροφόρων
μαχαιροφόροςwearing a sabre: masc /fem /neut gen pl -
11 στρατηγικός
A of or for a general, ; [ ἐπιστήμη] Arist.EN 1096a32; [ τέχνη] ib. 1094a9;ἔργα X.Oec.20.6
;οἴκησις PPetr.3p.343
(iii B.C.); (i B.C.);σκηνή Plu. Luc.16
;μαχαιροφόρος PGen.31.14
(ii A.D.): ἡ -κή (sc. τέχνη),=στρατηγία 11
, Pl.Euthd. 290d, etc.: so τὰ ς. X.Cyr.1.6.12; also a treatise on strategy, D.L.5.80;σ. βιβλία Ael.Tact.1.2
.II of persons, suited or fitted for command, general-like, versed in generalship, Pl.Grg. 455c, X.Mem.1.1.8, etc.: [comp] Sup., Id.Cyr.8.4.7, Phld.Mus. p.76 K. Adv. -κῶς, εὖ καὶ ς. Ar.Av. 362: [comp] Comp.- ώτερον Plb. 10.32.7
.2 at Rome, praetorian,ἐπαρχία Str.14.6.6
; οἱ ς., = milites praetoriani, Plu.Oth.9; σ. βῆμα tribunal praetorium, D.H.5.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατηγικός
См. также в других словарях:
μαχαιροφόρος — wearing a sabre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρος — α, ο (Α μαχαιροφόρος, ον) αυτός που κρατάει μαχαίρι, ο οπλισμένος με μαχαίρι («τὸ μαχαιροφόρον ἔθνος ἐκ πάσης Ἀσίας ἕπεται», Αισχύλ.) νεοελλ. ο μαχαιροβγάλτης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαχαιροφόρος ο οπλισμένος με πολεμική μάχαιρα, ο ξιφοφόρος 2 … Dictionary of Greek
μαχαιροφόρον — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc sg μαχαιροφόρος wearing a sabre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόροι — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόροις — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρους — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαιροφόρων — μαχαιροφόρος wearing a sabre masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… … Dictionary of Greek
μάχαιρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 235 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * η (ΑM μάχαιρα) 1. όργανο με λαβή… … Dictionary of Greek
μαχαιροφορώ — (Α μαχαιροφορῶ, έω) [μαχαιροφόρος] κρατώ μαχαίρι, είμαι οπλισμένος με μαχαίρι … Dictionary of Greek