Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μίσγω

См. также в других словарях:

  • μίσγω — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μίσγω — μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μίγνυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) —     mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh )     English meaning: to mix, stir     Deutsche Übersetzung: “mischen”     Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ;     Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • месить — мешу, мешать, укр. мiсити, блр. месiць, ст. слав. мѣсити, мѣшѫ συγκιρνᾶν miscēre , болг. меся мешу, мешаю , сербохорв. миjѐсити, ми̏jеси̑м, словен. mẹsiti, чеш. misiti месить , слвц. miеsit᾽, польск. miesic, mieszę, в. луж. měsyc месить , н.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… …   Dictionary of Greek

  • επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… …   Dictionary of Greek

  • καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… …   Dictionary of Greek

  • μεταμίσγω — (Α) αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατώνω μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»