Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ιγνύω

См. также в других словарях:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • αδελφομίκτης — και αδελφομείκτης, ο αυτός που εχει διαπράξει αδελφομιξία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μ(ε)ιγνύω, μ(ε)ίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • παραμ(ε)ίγνυμι — και παραμ(ε)ιγνύω Α 1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι 2. προσθέτω κάτι σε μίγμα («παραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω …   Dictionary of Greek

  • σμίγω — ΝΜΑ, και σμίχω ΝΜ, και μίγω ΜΑ αναμιγνύω, ανακατεύω νεοελλ. 1. συναντώ κάποιον («τις προάλλες έσμιξα τον Κώστα») 2. συναντιέμαι με κάποιον («έχουμε να σμίξουμε πέντε μήνες») 3. ενώνομαι με άλλους, προχωρώ ή ενεργώ με άλλους («μην πορπατούσι… …   Dictionary of Greek

  • συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… …   Dictionary of Greek

  • σύμμικτος — η, ο / σύμμεικτος, ον, ΝΜΑ και σύμμεικτος, η, ο, Ν, και σύμμικτος, ον, και τ. θηλ. συμμεικτη, Α [συμμ(ε)ιγνύω] αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός αρχ. 1. ποικίλος, διάφορος 2. σύνθετος 3. φρ. «σύμμεικτον εἶδος» ο Μινώταυρος (Ευρ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • σύμμιξ — ιγος, ὁ, ἡ, Α [συμμ(ε)ιγνύω] συμμιγής, ανάμικτος …   Dictionary of Greek

  • σύμμιξη — και σύμμειξη, η / σύμμιξις και σύμμειξις, (ε)ίξεως, ΝΜΑ [συμμ(ε)ιγνύω] ανάμιξη, μίξη, ανακάτωμα νεοελλ. 1. συνένωση 2. (νομ.) ανάμιξη κινητών πραγμάτων κατά τρόπο που καθιστά ασύμφορο ή αδύνατο τον χωρισμό τους αρχ. 1. συνάφεια, σχέση («ἀνδρὶ δὲ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»