Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μύλη

См. также в других словарях:

  • μύλη — mill fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῃ — μύλη mill fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • μύλαι — μύλη mill fem nom/voc pl μύλᾱͅ , μύλη mill fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλῶν — μύλη mill fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλαις — μύλη mill fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλην — μύλη mill fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλης — μύλη mill fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλῃς — μύλη mill fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλούμαι — μυλοῡμαι, όομαι (Α) (για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ.… …   Dictionary of Greek

  • МЕЛЬНИЦА —    • Mola,          древнелатинское molina, μύλη, в широком значении всякое приспособление для помола. M. manualis или trusatilis (χειρομύλη) ручная мельница, состоявшая из верхней и нижней части. Верхний камень, όνος или ò α̉λέτης, catillus,… …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»