-
41 ἐλευθερία
A freedom, liberty, Pi.P.1.61, Hdt.1.62,95;ἐλευθερίας φῶς A.Ch. 809
(lyr.), cf. 863 (anap.); δι' ἐλευθερίας μόλις ἐξῆλθες, i.e. μόλις ἠλευθερώθης, S.El. 1509(anap.);ὑπῆρξαν ἐλευθερίας τῆ Ἑλλάδι And.1.142
; freedom from a thing,ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν Pl.Lg. 698a
; , cf. AP6.228 ([place name] Adaeus).3 later, = ἐλευθεριότης, UPZ62.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλευθερία
-
42 κῑνέω
κῑνέω (vgl. κίω), gehen machen, in Bewegung setzen, Od. 24, 5, bewegen; οὐδέ τι κινῆσαι μελέων ἦν οὐδ' ἀναεῖραι Od. 8, 298; öfter κάρη κινεῖν, das Haupt bewegen, schütteln, als Zeichen des Unwillens u. Zorns; κινηϑεὶς ἐπῄει Pind. frg. 70; φόβος κινεῖ, ταράσσει καὶ διώκεται δέμας Aesch. Ch. 287; κινεῖ γὰρ ἁνὴρ ὄμμα Soph. Phil. 854; τὸν λεύκασπιν ἄνδρα ὀξυτέρῳ κινήσασα χαλινῷ Ant. 109, in die Flucht treiben; pass., ϑύελλα κινηϑεῖσα O. C. 1656; μόλις γεραιὰ κινοῦσαι μέλη Eur. Suppl. 172; πόδα Bacch. 764; δόρυ Andr. 607 (wie ὅπλα, eigtl. die Waffen in Bewegung setzen, Thuc. 1, 82; vgl. Dem. 17, 16) u. öfter; im med., τάχ' ἂν στρατὸς κινοῖτο ἀκούσας νυκτέρους ἐκκλησίας Rhes. 139; in Prosa, in mancherlei Verbindungen; von der Stelle rücken, ἀνδριάντα Her. 1, 183; γῆς ὅρια Plat. Legg. VIII, 842 e; im med. oder pass. sich bewegen, im Ggstz von ἑστάναι, Rep. IV, 436 c, wie κινούμενα καὶ ἑστῶτα Theaet. 181 e; bes. von Tanzbewegungen, vgl. Legg. VII, 800 a; c. accus., αἰσχύνονται τοιαῦτα τῷ σώματι κινεῖσϑαι, so Etwas zu tanzen, II, 656 a; übh. gehen, Il. 1, 47 u. öfter; ὡς μηδεὶς κινήσοιτο ἐκ τῆς τάξεως Xen. Hell. 2, 1, 22; – κινεῖν τὰ χρήματα ἐς ἄλλο τι, das deponirte Geld zu etwas Anderem verwenden, Thuc. 2, 24, wie τῶν χρημάτων κινεῖν, das Geld angreifen, 1, 143, vgl. 6, 70; χρήματα κινεῖν ἱερά Dem. 24, 179; App. B. C. 2, 41; – γῆ κεκινημένη, umgeackert, Xen. Cyn. 5, 18; – πᾶν χρῆμα κινεῖν, ὅπως –, Alles in Bewegung setzen, Her. 5, 96; πάντα λόγον κινεῖν Plat. Phileb. 15 e Conv. 198 e; vgl. ὅσον λόγον πάλιν κινεῖτε περὶ τῆς πολιτείας Rep. V, 540 a; – μὴ κινήσῃς ἀγρίαν ὀδύνην πατρός, rege nicht auf, Soph. Trach. 974; ἴδια κινοῦντες κακά O. R. 636; ἐγερτὶ κινῶν ἄνδρ' ἀνὴρ ἐπιῤῥόϑοις κακοῖσι, aufregen durch Schmähungen, Ant. 409; – ἃ δ' ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was nicht durch die Rede bewegt, wovon nicht gesprochen wird, τὰ ἀπόῤῥητα, O. C. 1523, vgl. Ant. 1061; so bes. τὰ ἀκίνητα κινεῖν, sprichwörtlich, Her. 6, 134; Plat. Legg. III, 684 d; – beunruhigen, stören, καὶ δάκνειν Rep. V, 474 d; αὐτὸν ἐκίνουν, ich ließ ihn nicht in Ruhe, 329 d; aufregen, Xen. Mem. 4, 2, 2; ταῦτα κινεῖ, ταῦτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν Dem. 21, 72; öfter Plut. u. a. Sp. Dah. pass. aufrührerisch sein, οἱ Γαλάται ἐκινήϑησαν αὖϑις D. Cass. 40, 17, öfter; τὰ καϑεστῶτα κινεῖν Pol. 2, 21, 3. Aehnl. πάντα κινεῖται, es kommt Alles in Aufruhr, wird aufgeregt, Dem. 2, 21, von alten Schäden, die aufbrechen, wie 18, 198. – Νόμαια κινέει πάτρια, verändern, Her. 3, 80; νόμους Plat. u. A. Auch = untersuchen, durchforschen, Ἐμπεδοκλέα πρῶτον τὴν ῥητορικὴν κεκινηκέναι Sext. Emp. adv. math. 7, 6, anregen, u. oft; auch τραγῳδίαν, Plut. Sol. 29. – Κεκινημένος περὶ πᾶσαν τὴν μαγγανείαν, wie versari in, Plat. Legg. X, 908 d. – In obscönem Sinne, = βινέω, Ar. Nubb. 1371 u. öfter; vgl. Luc. parasit. 10; Ep. ad. 86 (XI, 202); οἱ κινούμενοι = κίναιδοι. – Scheinbar intrans. steht es mit Auslassung von στρατόν, Pol. 2, 52, 2, αὖϑις ἐκ ποδὸς ἐκίνει, wie im lat. movere; vgl. Plut. Caes. 26.
-
43 ἀκρῑβής
ἀκρῑβής, ές ( ἄκρος, scheint leine Zstzg), genau, sorgfältig, in der ganzen Prosa häufig, selten bei Dichtern, mit Eur. El. 365 οὐκ ἔστ' ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν, es giebt kein genaues Kennzeichen der Männerwürde; Λυγκεὺς ἀκριβὴς ὄμμασι, der scharfsehende, Theocr. 22, 194; – Thuc. 6, 18 stellt neben einander τὸ φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ ἀκριβές. Plato nennt so ἰατρός, κυβερνή-της, Rep. I, 342 d; νομοϑέτης Legg. I, 628 d, die in ihrer Art vollkommen sind; öfter λόγος, dem ὡς ἔπος εἰπεῖν entggstzt, Rep. I, 431 b (Ar. Nub. 131 ἀκριβεῖς λόγοι, spitzfindige Reden); ἀλήϑεια, ἐπιστήμη ἀκριβεστάτη Phil. 59 a Parm. 134 c; δικαστής Thuc. 3, 46, streng; ϑώρακες Xen. Mem. 3, 10, 15, genau anschließende. Genau, dürftig, sparsam, τὸ ἀκρ. εἶδος τῶν διαλόγων, τὸ κατὰ βραχὺ λίαν Prot. 338 a; ταμίας Plut. Cat. mai. 3; vgl. Luc. Tim. 13; – τὸ ἀκριβές, oft allein die Genauigkeit, Strenge, τὸ μὲν ἀκριβές, streng genommen, Isaeus; ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς, nicht nach strengem Rechte, Thuc. 5, 90; τὸ τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων ἀκριβές, die strenge Ordnung der Römer, Pol. 15, 13; Luc. Anach. 21; – ἐς τὸ ἀκριβές, genau, εἰπεῖν Thuc. 6, 82. – Adv. ἀκριβῶς, genau, streng, in denselben Vbdgn; sparsam, Isocr. 2, 19; ἀκ. καὶ μόλις, kaum, Plut. Alex. 16.
-
44 ἐξ-ίστημι
ἐξ-ίστημι (s. ἵστημι), herausstellen, -bringen, bes. aus dem gewöhnlichen Zustande in einen andern versetzen; φύσιν Tim. Locr. 100 c, wie Arist. ἡ μὲν λύπη ἐξίστησι καὶ φϑείρει τὴν τοῦ ἔχοντος φύσιν Eth. 3, 12; ἔκστησον φρενῶν Eur. Bacch. 848, von Sinnen bringen, der auch οἶνος ἐξέστησέ με sagt; vgl. Ath. I, 31 f.; τὰ φαλάγγια τοὺς ἀνϑρώπους τοῦ φρονεῖν ἐξίστησι Xen. Mem. 1, 3, 12; ἐξέστησε ταῖς διανοίαις πάντας Pol. 11, 27, 7; vgl. Dem. 21, 72 ταῦτα κινεῖ, ταῠτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν, sie außer sich bringen; Sp., wie Plut. Poplic. 6 τὴν ψυχὴν εἰς ἀναλγησίαν, wie τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, verwirren, Sol. 21 Crass. 23; ἀρετὴν πρὸς τὸ ἐναντίον, in das Gegentheil verwandeln; geradezu verderben, verschlechtern, wie τὴν πολιτείαν Cic. 10. – Häufiger im wegbegeben, weggehen, ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ' ὅδε Eur. Bacch. 926; bes. τινί, vor Jemandem weichen, ihm Platz machen, ἐξίστατο νυκτὸς κύκλος τῇ ἡμέρᾳ Soph. Ai. 657; σοί γ' ἑκὼν ἐκστήσομαι, dir weiche ich gern, Phil. 1042; im Ggstz von μένειν, Ant. 560; φεύγετε, ἐξίστασϑε Eur. I. T. 1229, fliehet, macht euch fort; wie ἐξίστω Ar. Ach. 617; τῆς ὁδοῦ Her. 3, 76; ἐκέλευεν αὐτὸν ἐκ τοῦ μέσου ἐξίστασϑαι Xen. An. 1, 5, 14; ἐξίστασϑαι ὁδοῦ, aus dem Wege gehen, Conv. 4, 31; Plut. Rom. 20; τινὶ τῆς τάξεως Poplic. 12; τοῦ ἄϑλου τινί, ihm abtreten, Ath. X, 415 e; ohne Zusatz, ausweichen, κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐμβάλλοντες τῷ ἀεὶ ἀπαντῶντι, ἐὰν μὴ ἐξίστηται Plat. Rep. VIII, 563 c; vgl. Ar. Ran. 354; – ἐκ τῆς δυνάμεως Plat. Tim. 50 b; τρόπων τῶν αὑτῶν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, sich verändern in seinem Charakter, Legg. X, 907 d; μηδὲν ἐξιστάμενος τῆς αὑτοῠ ἰδέας, sich nicht von seinem Begriffe entfernen, Crat. 439 d; – ἀρχῆς, die Herrschaft aufgeben, Thuc. 2, 63. 4, 28; ἁπάντων τῶν ὄντων, sein ganzes Vermögen abtreten, Dem. 36, 50, wie τῆς οὐσίας ἐκστησόμενος Antiph. II β 9; ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῠ Dem. 33, 25, Bankerutt machen; τῆς φιλίας, sie aufgeben, Lys. 8, 18, wie τῶν ἀνϑρωπίνων σπουδασμάτων Plat. Phaedr. 249 c; τῶν πεπραγμένων Dem. 19, 72, sich davon lossagen, es läugnen; Sp., τῶν πόλεων Pol. 18, 33, 5; Ar. κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς μᾶλλον ἢ ναυμαχεῖν Vesp. 477, wo der Schol. richtig erkl. μὴ ἔχειν πατέρα, es ist besser, keinen Vater haben; τῶν μαϑημάτων, das Erlernte vergessen, Xen. Cyr. 3, 3, 54, vgl. Mem. 2, 1, 4. – Uebertr., ἐξέστην φρενῶν, γνώμας, Eur. Or. 1021 I. A. 136, von Sinnen gerathen, um seinen Verstand kommen; μὴ τοῦ φρονεῖν ἐξεστηκὼς ὦ Isocr. 5, 18; ψυχῆς ἐξεστηκυίας τῶν λογισμῶν Pol. 32, 25, 8; ἐκστάντος (κυνὸς) τῆς φαντασίας S. Emp. Pyrrh. 1, 68; oft bei Sp., auch ohne Zusatz, ἐξίσταται καὶ μαίνεται Arist. H. A. 6, 22; N. T.; Alciphr. 3, 2; von einem Pferde, scheu werden, Plut. Ant. 39. – Allgemeiner, ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι, ὑμεῖς δὲ μεταβάλλετε, ich ändere meine Ansicht nicht, Thuc. 2, 61; vgl. Soph. μόλις μὲν καρδίας δ' ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν, ich gebe nach, ich lasse mich bewegen zu thun, Ant. 1092. – Auch = ausarten, τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φύσεως Arist. H. A. 1, 1; verderben, bes. οἶνος ἐξεστηκώς, abgestandener, umgeschlagener Wein, Dem. 35, 32; – πρόσωπα ἐξεστηκότα, entstellte Gesichter, Xen. Cyr. 5, 2, 34. – Es wird endlich wieder mit einem acc. verbunden, Etwas vermeiden, von Etwas sich zurückziehen, φρονοῦντά τινα Soph. Ai. 82, κίνδυνον Dem. 24, 184. – Bei Arist. H. A. 1, 14 ist ἐξέστηκα hervorstechen, -ragen.
-
45 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
46 γλίσχρος
A sticky, Hp.VC14;γῆ Thphr.6.5.4
; joined with λιπαρός, Pl.Ti. 82d, 84a;γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3
; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib. 385a17; tough,ξύλον Thphr.3.17.5
.II metaph.,1 sticking close, importunate,γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach. 452
: metaph., clinging,γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra. 435c
. Adv.-ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri. 53e
; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R. 488a, cf Cra. 414c: [comp] Sup. .2 penurious, niggardly, Arist.EN 1121b22;γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16
. Adv.- ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R. 553c
, cf. X.Cyr.8.3.37;φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2
; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol. 1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib. 1314b3: hence, with difficulty, hardly,γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38
, cf. App.Mith.72;ἢ τὸ παράπαν οὐδέν.., ἢ γ. Arist.Pol. 1275a38
; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA 660b14.3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208;γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17
; of land, poor, Id.Flam.4;γ. τέχναι Luc.Fug.13
;Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλίσχρος
-
47 προσβολή
A application, e.g. of the touchstone, A. Ag. 391 (lyr., pl.); ἡ τῆς σικύας π. Arist.Rh. 1405b3;ἡ π. τῶν ὀμμάτων πρός τι Pl.Tht. 153e
; φίλιαι π. προσώπων, of kisses, E.Supp. 1138 (lyr.): abs., kiss, embrace, Id.Med. 1074; τῆς γλώττης προσβολαί, opp. συμβολαὶ τῶν χειλῶν, Arist.PA 660a6; ἄνευ προσβολῆς (sc. τῆς γλώττης ) pronounced without applying the tongue to the teeth, etc., Id.Po. 1456b26: metaph.,π. τῆς φαντασίας Stoic.2.33
: abs., of an act of intuition, Porph.Sent.43, Plot.2.9.1, 3.8.10, al.2 in an auction, document recording the knocking down of a lot to a purchaser, PEleph.23.17 (iii B.C.), PTeb.814.28 (iii B.C.).II (from intr. sense) falling upon, attack, assault (expld. by Hsch. as τῶν ἀθλητῶν ἡ συναφὴ καὶ κατοχή), π. Ἀχαιίς A.Th.28
;προσβολὴν ποιέεσθαι πέριξ τὸ τεῖχος Hdt.3.158
: pl., Id.4.128, Th.2.4, 5.61, X.HG 1.3.14, etc.; ;προσβολῆς γινομένης πρὸς τὸ τεῖχος Hdt.6.101
;τὰς π. ἀποκρούεσθαι Id.4.200
;προσβολαὶ ἱππέων Th.3.1
, cf. X.An.3.4.2; π. sudden attacks, opp. ξυσταδὸν μάχαι, Th.7.81; ἐκ προσβολῆς at the first assault, Philostr.Her.19.3; ἀντιφραττόμενοι ταῖς π. SIG780.19 (Epist.Augusti, i B.C.).2 generally, attack, visitation,προσβολαὶ Ἐρινύων A.Ch. 283
;μιασμάτοιν Id.Eu. 600
; (with allusion to the stench striking one's nose, cf.προσβάλλω 1.3
);προσβολαὶ κακαί E.El. 829
;ἐκ θεοῦ προσβολῆς ἐμηνάμην Id.Cret.9
;π. θεῖαι Antipho 3.3.8
;πυρὸς ἢ χειμῶνος προσβολῇ Pl.Lg. 865b
; attack, fit of disease, Dsc. 5.113;π. δεισιδαιμονίας Plu.2.43d
: but, beat of pulse, Ruf.Syn.Puls. 7.5.3 without hostile sense, impact of sound, βραδεῖα μὲν γὰρ ἐν λόγοισι π. μόλις δι' ὠτὸς ἔρχεται ῥυπωμένου, i.e. impressions through an old man's ears are slow, S.Fr. 858; contact,π. καὶ ἐπαφή Stoic.2.123
;τοῦ ἡλίου αἱ π. αἱ πρῶται Ael.NA14.23
.4 means of approaching, approach,παρέχειν π. καὶ ἐπαφήν Pl.Sph. 246a
; προσβολὰς ἀφράστους ἔχειν, of a place, Plu.Caes.53; π. ἔχειν τῆς Σικελίας to afford a means of entering Sicily, Th.4.1; ἡ τοῦ στομάχου π. Arist.HA 507b3; οὔσης.. τραχείας τῆς π. Plb.3.51.4; of ships, landing-place, harbour, place to touch at, ὁλκάδων π. Th.4.53; of a place, ἐν προσβολῇ εἶναι τῆς Σικελίας to be a port of call on the voyage to Sicily, Id.6.48; meeting-point, Pl.Ti. 36c.5 Rhet., in pl., approaches to a subject, ject, Philostr.VS1.9.1.III (from [voice] Pass.) that which is put upon a weapon or tool, iron point, D.C.38.49 (pl.), Phryn.PSp.100 B. (nisi leg. προβολή).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσβολή
-
48 ἀρτηρία
A wind-pipe,ἡ ἀ. μόλις ἀναπνεούσῃ ὑπεσύριζε Hp.Epid.7.25
, cf.39, Pl.Ti. 70d, Arist.HA 493a8, de An. 420b29; ἡτραχεῖα ἀ. (cf. 11) Timoth. ap. Meno.Iatr.8.29, v. l. in Dsc.2.50, Luc.Hist. Conscr.7, S.E.M.9.178, etc.: in pl., bronchial tubes,ἆσθμα.. περὶ στήθεα καὶ ἀρτηρίας Hp.Epid.7.12
(vulg. but prob. l. -ίην, = trachea), cf. Pl.Ti. 78c;πλεύμονος ἀρτηρίαι S.Tr. 1054
.II artery, as distinct from a vein,αἱ φλεβῶν καὶ ἀρτηριῶν κοινωνίαι Hp.Art.45
, cf. 69;τὰς δὲ φλέβας καὶ τὰς ἀ. συνάπτειν εἰς ἀλλήλας.. τῇ αἰσθήσει φανερὸν εἶναι Arist.Spir. 484a1
; ἀ. λεῖαι (cf. I) Gal.UP8.1, al.; ἀ. φλεβώδης pulmonary vein, ib.6.10; believed to contain πνεῦμα by Erasistr., ib. 17, and derived fr. ἀήρ, τηρέω by Bacch. ap. Erot. s.v. ἀορτέων.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτηρία
-
49 ὑπερέχω
Aὑπείρεχον Il.2.426
: [tense] aor. ὑπερέσχον, and in poet. form -έσχεθον, 11.735,24.374: [tense] fut.- έξω PCair.Zen.60.6
(iii B. C.), Hsch.:—hold over, σπλάγχνα.. ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο held them over the fire, Il.2.426;μου τὸ σκιάδειον ὑπέρεχε Ar.Av. 1508
;ἡμῶν ὑπερεῖχε τὴν χύτραν Id.Eq. 1176
; ὑπερέχοντα τὸν αὐλὸν τῆς θαλάσσης holding it up out of the sea, Arist.HA 537b1.2 ὑ. χεῖρά (χεῖράς) τινος hold one's hand over him, so as to protect, , 687;τις.. ἐμεῖο θεῶν ὑπερέσχεθε χεῖρα 24.374
;Ζεὺς τῆσδε πόληος ὑπειρέχοι.. χεῖρα Thgn.757
; so (lyr.), cf. Fr.199.7: c. dat. pers.,οἱ.. ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων Il. 5.433
; , cf. Od.14.184.3 hold above, ὑ. τὸ ῥύγχος, ὅπως ἀναπνέῃ, of the dolphin, Arist.HA 589b11, cf. 566b15, 599b27, al.;ὑ. ὀφρύν
elevate,AP
5.298 (Agath.).II intr., to be above, rise above the horizon,εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος Od.13.93
; αὐτῆς [Αἰγύπτου] εἶναι οὐδὲν ὑπερέχον no part of it was above water, Hdt.2.4; ὕδωρ,.. ὃ μόλις ὑπερέχοντες ἐπεραιώθησαν which they crossed, with their heads only just above it, Th.3.23; ἕψεται ἄχρι ἂν ὑπερέχῃ τὸ ὕδωρ till it sticks out above the water, Dsc.3.7; but ἐπιχέας ὕδωρ ὥστε ὑπερέχειν till it covers (sc. the contents of the vessel), Id.5.87; projecting above the ground,Hdt.
2.41; γεῖσον.. ὑπερέχον τρία ἡμιπόδια projecting a foot and a half, IG22.1668.34, cf. 7.3073.71 (Lebad., ii B.C.): c. gen., ὑπερέσχεθε γαίης rose above, overlooked the earth, Il.11.735;ὄμμ' ὑπερσχὸν ἴτυος E.Ph. 1384
;[σταυροὺς] οὐχ ὑπερέχοντας τῆς θαλάσσης Th.7.25
; , cf. X.An.3.5.7;ὤφθη.. ὁ δεξιὸς ὀφθαλμὸς ὑπερέχειν θατέρου παμπόλλῳ δή τινι Gal.18(2).301
.2 overtop, be prominent above, στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, i. e. stood (head and) shoulders above them, Il.3.210; .ζ, cf. Arist.Pol. 1284a37; .έ, cf. X.Cyr. 6.2.17; <ᾡ> ὁ πρῶτος ὅρος ὑ. τοῦ δευτέρου.. μέρει by the fraction by which the first term exceeds the second, Archyt.2: τὸ ὑπερέχον the excess, Dioph.1.6.3 in military phrase, outflank,τῶν πολεμίων ὑ. τῷ κέρατι X.HG4.2.18
, cf. Th.3.107.4 metaph., c. acc., overtop, excel, outdo,βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον A.Pers. 709
(troch.);σωφροσύνῃ πάντας ὑ. E.Hipp. 1365
(anap.);πελταστικῷ εἰκὸς ὑ. τὴν ἡμετέραν δύναμιν X.HG6.1.9
.b c. gen.,πάντων ὑ. μεγέθει καὶ ἀρετῇ Pl.Ti. 24e
, cf. Prm. 150e, Grg. 475c;ὑ. τῶν πολλῶν D.23.206
, cf. Ep.Phil.2.3;ἁπάντων ὑπερέχουσι τῶν κακῶν Anaxil. 22.7
(troch.).c abs., prevail,θεῶν ὑπερέσχε νόος Thgn.202
; οἱ ὑπερσχόντες the more powerful, A.Pr. 215;τῶν πόλεων αἱ ὑπερέχουσαι Isoc.4.95
; those in authority,D.L.
6.78, cf. Vett.Val. 61.30, al.; has prevailed,D.
9.69; ἐν τοῖς πολεμίοις ὑ. excel in.., Men.642; ἐνδέχεται.. μὴ τοσοῦτον ὑ. τῷ ποσῷ, ὅσον λείπεσθαι τῷ ποιῷ exceed so much.., Arist.Pol. 1296b23; ὑπὲρ ὧν πλειονάκι ἐντετευχυιῶν ὑπερέχων ἡμᾶς ἀπράκτους καθίστησι being too strong for us, Sammelb.4638.18 (ii B. C.); πᾶν κρύφιον οὐχ ὑπερεῖχε σέ was beyond thee (i. e. thy comprehension), Thd.Ez.28.3.d [voice] Pass., to be outdone, , 102d; ;κατὰ πλοῦτον ὑπερέχειν κατ' ἀρετὴν δ' ὑπερέχεσθαι Arist.Pol. 1281a7
, cf. Gal.15.805.5 in Logic, have a wider extension, Arist.APo. 99a24, cf. Rh. 1363b8 ([voice] Act. and [voice] Pass.).6 ἐπὶ τοῖς ὑπερέχουσι δανεῖσαι to lend on the security of excess value, of a second mortgage, SIG364.33 (Ephesus, iii B. C.).III c. gen. rei, rise above, be able to bear,τῆς ἀντλίας Ar. Pax17
;τῶν ἀναλωμάτων D.S.4.80
(v.l. for ὑπερεῖδον).IV have over, ὑπερέχει he has in hand, PCair.Zen.292.498, cf. 790.25 (iii B. C.); ὑπερέξομεν πρὸς τὸ διὰ χερός ib.355.93 (iii B. C.).—Cf. ὑπερίσχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερέχω
-
50 πάλλω
πάλλω (verwandt mit βάλλ), aor. ἔπηλα, ep. auch aor. II. πεπαλών (s. ἀναπάλλω), u. in syncopirter Form πάλτο, Il. 15, 645 (vgl. die compp. u. ἐπᾶλτο unter ἐφάλλομαι); – 1) schwingen; Hom. bes. von Waffen, δοῦρε Il. 3, 19, ἔγχος, αἰχμήν u. ä.; σάκος Hes. Sc. 321; λίϑον, schleudern, Il. 5, 304; ἄκοντα, Pind. N. 3, 43; δόρυ, λόγχην, Eur. Rhes. 374 I. T. 824 u. oft; übh. leicht und schnell mit den Händen bewegen, so von Hektor, der seinen Sohn emporhebt, πῆλε χερσίν, Il. 6, 474; νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν, Eur. Ion 1151; κεραυνόν, Ar. Av. 1714; Plat. Crat. 407 a erkl. τὸ αὑτὸν ἤ τι ἄλλο μετεωρίζειν πάλλειν τε καὶ πάλλεσϑαι καλοῦμεν. – Med. sich schwingen, sich lebhaft, schnell bewegen; ἐν ἄντυγι πάλτο, Il. 15, 645, er prallte heftig an den Rand an; στήϑεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα, das Herz schlägt oder springt vor Furcht, 22, 452; παλλομένη κραδίην, ib. 461; bes. vor Furcht, δείματι πάλλεσϑαι, H. h. Cer. 294, wie or. Her. 7, 140; χλωρῷ δείματι ϑυμὸν πάλλοντο, sie wurden geschüttelt, bebten vor Furcht, Aesch. Suppl. 562, vgl. 766; πέπαλται δ' αὖτέ μοι φίλον κέαρ, Ch. 404, vgl. 517; γόνυ πάλλεται γερόντων, schlottert, Ar. Ran. 345; χαρὰν φλεγμονῆς δίκην παλλομένην, Plat. Ax. 368 c; Sp., μόλις ἐπαύετο παλλόμενος καὶ τρέμων ἐπὶ πολλῶν ἀγώνων, Plut. Cic. 35. – Vom Zappeln der Fische, Her. 1, 141; mit ἀσπαίρω verbunden, 9, 120. – In besonderer Vrbdg κλήρους πάλλειν ἐν κυνέῃ, die Loose im Helme schütteln, bis daß eins herausfliegt, dessen Besitzer dann das Loos trifft, Il. 3, 316 Od. 10, 206; u. so allein πάλλειν, die Loose schwingen, loofen, Il. 3, 324. 7, 181. 23, 353; κλήροις ἔπηλαν αὐτούς, sie ordneten sie nach den geschwungenen Loosen, Soph. El. 710. – Med. od. pass., ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων, Il. 15, 191, als geloos't ward, wo man am einfachsten κλήρων ergänzt, als die Loose geschüttelt wurden; vgl. Her. 3, 128. – 2) intr. πάλλω, wie das med. schwingen, sich heftig bewegen, zittern, beben; ἵν' ὁ φίλαυλος πάλλε δελφίς, Eur. El. 435; von Pferden, 477; von Tanzenden, Ar. Lys. 1304; vgl. Soph. O. R. 153.
-
51 конец
кон||ецм1. (окончание чего-л.) τό τέλος, τό πέρας / τό τέρμα (дороги):\конец года τό τέλος τοῦ ἐτους· приходить к \конеццу́ φθάνω στό τέλος, φθάνω στό τέρμα· доводить до \конецца φέρνω σέ πέρας·2. (край) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν]· Ζ. мор. (канат) τό σχοινί, τό παλαμάρι·4. (расстояние, путь) ἡ ἀπόσταση [-ις], ἡ διαδρομή, τό διάστημα:в оба \конецод ὁ πηγαινοερμός ἐδῶ καί πίσω· ◊ положить \конец чему-л. βάζω τέλος, βάζω τέρμα σέ κάτι· и дело с \конеццо́м разг καί ξεμπερδεύουμε· \конецца нет чему́-л. δέν λεει νά τελειώσει· без \конецца ἀτέλειωτα· \конецца-кра́ю нет δέν ἔχει τελειωμό· на худой \конец разг στή χειρότερη περίπτωση· сводить \конеццы с \конеццами разг μόλις τά βγάζω πέρα, τά φέρνω βόλτα· в \конецце \конеццо́в στό τέλος τέλος, ото κάτω κάτω (τής γραφής)· и \конеццы в воду разг ὁβτε είδα, ὁὔτε ξέρω· палка о двух \конеццах δίκοπο μαχαίρι. -
52 κινώ
(α, ε) 1. μετ.1) двигать, приводить в движение; 2) сдвигать с места, передвигать; 3) побуждать (к действиям), толкать (на что-л.); 4) перен. вызывать, порождать, возбуждать (какое-л. чувство);κιν τον γέλωτα (την περιέργεια) — вызывать смех (любопытство);
5) затевать (какое-л. дело);κιν τον πόλεμο — начинать войну;
αγωγή — возбуждать судебное дело; — предъявлять иск;2. αμετ. двигаться в путь, трогаться; отправляться;κίνησα στίς πέντε το πρωί я выехал в пять часов утра;1) — двигаться; — шевелиться;κινούμαι
η γη κινείται περί τον ήλιον — земля движется вокруг солнца;
μόλις κινούμαι — я еле-еле двигаюсь;
μην κινείσαι! — не шевелись!;
2) активизироваться, оживляться; мобилизоваться;κινήσου — пошевеливайся!, живее!;
§ κιν
γήν και ούρανδν — или κιν πάντα λίθον — делать всё возможное;συν Άθηνά και χείρα κίνει погов. ≈ на бога надейся, а сам не плошай -
53 ἀκριβής
ἀκρῑβ-ής, ές,A exact, accurate, precise, E.El. 367, etc.;σημεῖον Th.1.10
;δίαιτα Hp.Aph.1.4
; τριταῖος returning precisely at its time, Id.Epid.1.24; γαλήνη complete calm, Jul. Or.1.25c.II of persons, precise, strict,δικασταί Th.3.46
; ;δεινὸς καὶ ἀ. Lys.7.12
; ἀ. τοῖς ὄμμασι sharp- sighted, Theoc.22.194; of arguments, Ar.Nu. 130;ἀ. μουσική E. Supp. 906
, etc.; τὸ ἀ., = ἀκρίβεια, Hp.VM9;τὸ πάνυ ἀ. Th.6.18
: freq.in Adv. - βῶς to a nicety, precisely, ἀ. εἰδέναι, ἐπίστασθαι, καθορᾶν, μαθεῖν, etc., Hdt.7.32, etc.;ἀ. οἶσθα A.Pr. 330
; opp. ἁπλῶς, Isoc.5.46; opp. τύπῳ (in outline, roughly), Arist.EN 1104a2: [comp] Comp. , Act.Ap.18.26: [comp] Sup. ; ἀ. καὶ μόλις with greatest difficulty, Plu.Alex.16:—also οὐκ εἰς ἀκριβὲς ἦλθες at the right moment, E.Tr. 901.c Astron., true, opp. φαινόμενος, Procl. Hyp.4.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκριβής
-
54 ἠνορέη
A manhood, prowess,ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il.8.226
; ; ;ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα Od.24.509
;ἀνορέας οὐκ ἀμπλακών Pi.O. 8.67
; manly beauty,ἠ. ἐρατεινήν Il.6.156
; ὕδατος ἠ. its strength, Epigr. ap. Ael.NA10.40; force,πολλάκι τοι ῥέα μῦθος, ὅ κεν μόλις ἐξανύσειεν ἠνορέη, τόδ' ἔρεξε A.R.3.189
: in pl., triumphs of manhood, Pi.N.3.20. (Perh. fr. Ανορία with [dialect] Aeol. - ρε- fr. - ρι-.) -
55 ὕπομβρος
ὕπ-ομβρος, ον,A mixed with rain, θέρος ὕ. a rainy summer, Plu.Cam. 3 (as v. l. for ἔπομβρον); ἔαρ Gp.1.12.21
;νύξ EM450.49
;γῆ Philostr. Im.1.9
, cf. Ph.Bel.82.28, 97.27; impregnated,ἀσφάλτῳ Philostr.VA 1.24
.IIὕπομβρον ὀστέον Hp.
ap. Erot., who explains it as ὑπόνομον καὶ κάθυγρον γεγονός, and ap.Gal.19.149, who says ὕφυγρον, ὑπόπυον, where the reference is to Hp.VC15; μόλις ὕπομβρον γενόμενον καὶ κατακλυσθὲν τὸ ἱερεῖον apparently drenched, as t.t. in divination, Plu.2.438a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπομβρος
-
56 Put
v. trans.P. and V. τιθέναι.Setup: P. and V. καθίζειν.Be put: P. and V. κεῖσθαι.Put aside: see put off, put away.Put aside a garment: Ar. κατατίθεσθαι.Divorce: P. ἐκπέμπειν, ἐκβάλλειν.Put before: P. and V. προτιθέναι; see lay before.Put by: see put aside.I volunlarily gave the sums spent and did not put them down ( to the states account): P. τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην (Dem. 264).Help to put down: P. συγκαταλύειν (acc.)Put out to sea: see put out.Put forward as spokesman: P. προτάσσειν.Put forward for election: P. προβάλλειν (Dem. 276).Introduce: P. and V. ἐπάγειν, εἰσάγειν, εἰσφέρειν, προσφέρειν, προτιθέναι.Put forward as an excuse: P. and V. προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319), V. προτείνειν.Put in, introduce ( evidence): P. ἐμβάλλειν.Put in the witness box: P. ἀναβιβάζειν (τινά).V. intrans. In nautical sense: P. and V. κατάγεσθαι, P. σχεῖν ( 2nd aor. of ἔχειν), καταίρειν, προσβάλλειν.Put in at: P. σχεῖν (dat. or πρός, acc.) ( 2nd aor. of ἔχειν), προσβάλλειν (dat. or πρός, acc. or εἰς, acc.), ναῦν κατάγειν (εἰς, acc.), προσίσχειν (dat.), προσμίσγειν (dat.), καταίρειν (εἰς, acc.), κατίσχειν (εἰς, acc.), P. and V. προσσχεῖν ( 2nd aor. προσέχειν) (dat. or εἰς acc., V. also acc., alone), κατάγεσθαι (εἰς, acc., V. acc. alone), V. κέλλειν (εἰς, acc., πρός, acc., ἐπί, acc., or acc. alone); see touch at.Whose puts in at this land: V. ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν (Eur., I.T. 39).Putting in at Malea: V. Μαλέᾳ προσίσχων πρῷραν (Eur., Or. 362).Put in mind: see Remind.Put in practice: P. and V. χρῆσθαι (dat.).If a man sins against you in any way you put off till another time your anger against him: κἂν ὁτιοῦν τις εἰς ὑμᾶς ἐξαμάρτῃ τούτῳ τὴν ὀργὴν εἰς τἆλλα ἔχετε (Dem. 259).Put out to sea: see put out.Evade: P. ἐκκρούειν, διακρούεσθαι; see Evade.They put you off by saying he is not making war on the city: P. ἀναβάλλουσιν ὑμᾶς λέγοντες ὡς ἐκεῖνός γε οὐ πολεμεῖ τῇ πόλει (Dem. 114).I put them off, speaking them fair in word: V. ἐγὼ δὲ διαφέρω λόγοισι μυθεύουσα (Eur., H.F. 76).Put on (clothes, etc.): P. and V. ἐνδύειν, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννύναι, V. ἀμφιβάλλειν, ἀμφιδύεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι, ἀμπίσχειν.Feign: Ar. and P. προσποιεῖσθαι.Put on, adj.: P. προσποιητός.Sham: P. and V. πλαστός (Xen.), V. ποιητός.Put out, cast out: P. and V. ἐκβάλλειν.Stretch out: P. and V. ἐκτείνειν, προτείνειν.Annoy: P. and V. ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), V. ὀχλεῖν.Disconcert: P. and V. ταράσσειν, ἐκπλήσσειν.Put out to sea: P. and V. ἀπαίρειν, ἀνάγεσθαι, ἐξανάγεσθαι, P. ἐπανάγεσθαι, ἀναγωγὴν ποιεῖσθαι, ἀναπλεῖν, αἴρειν.Put out ( against an enemy): P. ἀντανάγεσθαι (absol.), ἀντανάγειν (absol.).Put out in advance: P. προανάγεσθαι.Put out secretly: P. ὑπεξανάγεσθαι.Put out with others: P. συνανάγεσθαι (absol.).Put over, set in command: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).Put round: see put around.Put to: see Shut.Though hard put to it, he got round unobserved: P. χαλεπῶς τε καὶ μόλις περιελθὼν ἔλαθε (Thuc. 4, 36).Put to sea: see put out.Put together: P. and V. συντιθέναι.Put up ( to auction): P. ἀποκηρύσσειν.Put up ( a person to speak): P. ἐνιέναι (ἐνίημι) (Thuc. 6, 29).Put forward: P. προτάσσειν.Put a person up to a thing: use encourage, suggest.Acquiesce in: P. and V. στέργειν (acc. or dat.), P. ἀγαπᾶν (acc. or dat.), V. αἰνεῖν (acc.).Put upon: see put on.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Put
-
57 παρέρχομαι
παρέρχομαι mid. dep.; fut. παρελεύσομαι; 2 aor. παρῆλθον, impv. in H. Gk. παρελθάτω Mt 26:39 (also v.l.-ετω; B-D-F §81, 3; Mlt-H. 209); pf. παρελήλυθα (Hom.+).① to go past a reference point, go by, pass by w. acc. someone or someth. (Aelian, VH 2, 35; Lucian, Merc. Cond. 15) an animal Hv 4, 1, 9; 4, 2, 1; a place Papias (3, 3). Of Jesus and his disciples on the lake: ἤθελεν παρελθεῖν αὐτούς Mk 6:48 (s. HWindisch, NThT 9, 1920, 298–308; GEysinga, ibid. 15, 1926, 221–29 al.; Lohmeyer s.v. παράγω 3; BvanIersel, in The Four Gospels, Neirynck Festschr., ed. FvanSegbroeck et al. ’92, II 1065–76). διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης pass by along that road Mt 8:28 (constr. w. διά as PAmh 154, 2; Num 20:17; Josh 24:17). παρὰ τὴν λίμνην GEb 34, 60. Abs. (X., An. 2, 4, 25) Lk 18:37; 1 Cl 14:5 (Ps 36:36). Of someth. impers. get by unnoticed, escape notice (Theognis 419; Sir 42:20) Hs 8, 2, 5ab.② of time: to be no longer available for someth., pass (Soph., Hdt.+; ins, pap, LXX; JosAs 29:8 cod. A; Tat. 26, 1 πῶς γὰρ δύναται παρελθεῖν ὁ μέλλων, εἰ ἔστιν ὁ ἐνεστώς;) ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν the time is already past Mt 14:15. Of a definite period of time (SSol 2:11 ὁ χειμὼν π.; Jos., Ant. 15, 408) διὰ τὸ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι because the fast was already over Ac 27:9. ὁ παρεληλυθὼς χρόνος the time that is past 1 Pt 4:3 (cp. Isocr. 4, 167 χρόνος … ἱκανὸς γὰρ ὁ παρεληλυθώς, ἐν ᾧ τί τῶν δεινῶν οὐ γέγονεν; PMagd 25, 3 παρεληλυθότος τοῦ χρόνου). τὰ παρεληλυθότα (beside τὰ ἐνεστῶτα and τὰ μέλλοντα; cp. Herm. Wr. 424, 10ff Sc.; Demosth. 4, 2; Jos., Ant. 10, 210) things past, the past (Demosth. 18, 191; Sir 42:19; Philo, Spec. Leg. 1, 334, Leg. All. 2, 42) B 1:7; B 5:3.—ἡ γενεὰ αὕτη Mt 24:34 belongs here, if γ. is understood temporally.③ to come to an end and so no longer be there, pass away, disappear (Demosth. 18, 188 κίνδυνον παρελθεῖν; Theocr. 27, 8; Ps 89:6; Wsd 2:4; 5:9; Da 7:14 Theod.; TestJob 33:4 ὁ κόσμος ὅλος παρελεύσεται) of pers. ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται Js 1:10. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ Mt 5:18a; 24:35a; Mk 13:31a; Lk 16:17; 21:33a; cp. 2 Pt 3:10; Rv 21:1 t.r. ὁ κόσμος οὗτος D 10:6 (cp. TestJob 33:4). ἡ γενεὰ αὕτη Mt 24:34 (but s. 2); Mk 13:30; Lk 21:32. αἱ γενεαὶ πᾶσαι 1 Cl 50:3. ἡ ὀργή vs. 4 (Is 26:20). τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν 2 Cor 5:17.— Pass away in the sense lose force, become invalid (Ps 148:6; Esth 10:3b τῶν λόγων τούτων• οὐδὲ παρῆλθεν ἀπʼ αὐτῶν λόγος) οἱ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσιν (or οὐ [μὴ] παρελεύσονται) Mt 24:35b; Mk 13:31b; Lk 21:33b. ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου Mt 5:18b. οὐδὲν μὴ παρέλθῃ τῶν δεδογματισμένων ὑπʼ αὐτοῦ 1 Cl 27:5.④ to ignore someth. in the interest of other matters, pass by, transgress, neglect, disobey τὶ someth. (Hes., Theog. 613; Lysias 6, 52 τὸν νόμον; Demosth. 37, 37; Dionys. Hal. 1, 58; Dt 17:2; Jer 41:18; Jdth 11:10; 1 Macc 2:22; ApcEsdr 5:17 τὴν διαθήκην μου; Jos., Ant. 14, 67) Lk 11:42; 15:29.⑤ to pass by without touching, pass of suffering or misfortune (Jos., Ant. 5, 31 fire) ἀπό τινος from someone (for the constr. w. ἀπό cp. 2 Ch 9:2) Mt 26:39; Mk 14:35. Abs. Mt 26:42.⑥ to pass through an area, go through (Appian, Bell. Civ. 5, 68 §288 ὁ Ἀντώνιος μόλις παρῆλθεν=Antony made his way through [to the Forum] with difficulty; 1 Macc 5:48 διελεύσομαι εἰς τὴν γῆν σου, τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν ἡμῶν• καὶ οὐδεὶς κακοποιήσει ὑμᾶς, πλὴν τοῖς ποσὶν παρελευσόμεθα) παρελθόντες τὴν Μυσίαν κατέβησαν εἰς Τρῳάδα Ac 16:8 (lack of knowledge of this mng., and recognition of the fact that passing by is impossible in this case, gave rise to the v.l. διελθόντες D); cp. 17:15 D.⑦ to stop at a place as one comes by, come to, come by, come here (Trag., Hdt. et al.; ins, pap, LXX, EpArist 176; Philo; Jos., Bell. 3, 347, Ant. 1, 337) παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς he will come by and serve them Lk 12:37; ‘παρελθὼν ἀνάπεσε’=‘come here, recline’ 17:7; of Lysias who came with a substantial force Ac 24:6[7] v.l.—M-M. TW. -
58 τρέπω
τρέπω, ion. τράπω, Her., fut. τρέψω, aor. ἔτρεψα; aor. pass. ἐτρέφϑην, ion. u. ep. ἐτράφϑην, Od. 15, 80 u. oft Her.; aor. II, act. bei Hom. ἔτραπον, Il. 16, 657 intransitiv gebraucht; med. ἐτραπόμην gebräuchlicher; aor. II. pass. ἐτράπην, conj. τραπείομεν = τραπῶμεν, Od. 8, 292 (?s. τέρπω); perf. act. τέτροφα, auch τέτραφα, Din. 1, 108 u. Sp.; perf. pass. τέτραμμαι, Hom. τετραμμένος u. imperat. τετράφϑω, Il. 12, 273, u. vom plusqpf. 3. P. sing. τέτραπτο u. plur. τετράφατο, Il. 10, 189, wie τετράφαται Theogn. 42, auch Plat. Rep. VII, 533 b, s., ἐπιτρέπω; – drehen; – 1) wenden, kehren, übh. eine gewisse Richtung geben; πάλιν τρέπε μώνυχας ἵππους, Il. 8, 432, er lenkte sie zurück; πάλιν τρέπεν ὄσσε, 13, 3, vgl. 20, 439. 21, 415; ὀπίσσω τρέπεσϑαι, 12, 273; u. mit dem gen., πάλιν τρέπεσϑαί τινος, 18, 138; ἐς Τροίην δ' οὐ πάμπαν ἔτι τρέπεν ὄσσε, 13, 7; πολλὰ πρὸς ἠίλιον κεφαλὴν τρέπε, Od. 13, 29, u. so öfter mit εἰς und πρός; auch τρέψας πὰρ ποταμόν, Iliad. 21, 603; ἐπί τινι, 13, 542; ἐπί τι, Hes. O. 848; ἀντίον τινός, 596; τρέπειν τινὰ εἰς εὐνήν, Einen zu Bette gehen lasien, Od. 4, 294; πρὸς ὄρος τρέπε πίονα μῆλα, 9, 315, er trieb sie; – pass. sich wenden; ἐπὶ ἔργα, sich zum Geschäft wenden, an die Arbeit gehen, U. 3, 422. 23, 53; vgl. Hes. O. 318; εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od. 1, 422. 18, 304; πρὸς εὐφροσύνην τρέψαι, Pind. I. 3, 10; πρὸς ἁσυχίαν τετραμμένος, Ol. 4, 16; ἐς γέλωτα, Her. 7, 105; πρὸς ἀλκήν, 3, 78. 4, 125 u. sonst; ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος, gegen die Sonne gewandt, Hes. O. 729; ἔξω τοῦ ἄστεος τετραμμένος, Her. 2, 181; τραφϑέντες ἐς τὸ πεδίον, 9, 56; τράπωνται τὴν ἄνω ὁδόν, sie schlagen den Weg ein, 5, 15, wie ὁποτέρην βούλεαι τραπέσϑαι, 1, 11; vgl. Plat. Soph. 242 b; und geistig, πρὸς τὰ Ἑλληνικὰ μᾶλλον τετραμμένος ἦν, Her. 4, 78; – αἰχμὴ ἐτράπετο, die Lanzenspitze wandte sich, bog sich um, Il. 11, 237; – Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχϑροὺς βέλος, Aesch. Spt. 237; – τους δ' ἄνω τρέπων ἔσφαζε, Soph. Ai. 291; οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ τἄπορον τρέπειν ἐπος, Phil. 885; ἐπ' ἐχϑροῖς χεῖρα φοινἰαν τρέπειν, Ai. 759; μόλις ἔτρεψεν εἰς φυγὴν πόδα, Eur. Suppl. 718; μὴ ἐνταῦϑα τρέψῃς σὴν φρένα, I. T. 1322; τρέπειν τὰ ἐξημαρτημένα ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Nuhb. 580; ἐς γέλων τὸ πρᾶγμα τρέπειν, Vesp. 1261; vgl. Thuc. 6, 35; ποῖ τέτροφας τὰς ἐμβάδας, Ar. Nubb. 848; τὸ πρὸς Νότον τετραμμένον, Thuc. 2, 15; ἐκεῖσε τὰς ἡδονὰς καὶ ἐπιϑυμίας τῶν παίδων, Plat. Legg. I, 643 c, u. oft (s. auch unten); τὸν ἄνϑρωπον ὡρμηκότα φίλον εἶναι εἰς ἀϑυμίαν τρέψομεν, Dem. 23, 194. – Bes. 2) in die Flucht wenden, schlagen; Il. 15, 261; Her. 1, 63. 4, 128; vollständig, τρέπειν φύγαδε, Il. 8, 157; auch intr., φύγαδ' ἔτραπε, 16, 657; τρέψαντες ἀπέκτειναν ὑπὲρ χιλίους, Thuc. 4, 25, u. oft. Später gew. τρέπειν ἐς φυγήν, u. pass. τραπῆναι φογῇ, ἐς φυγήν, in die Flucht geschlagen werden; τρεφϑείς Xen. Cyn. 12, 5; Pol. oft u. a. Sp.; mad. τραπέσϑαι, sich zur Flucht wenden, fliehen, Her. 1, 80. 5, 64, ἐς φυγήν, 8, 91; τετραμμένον παντρόπῳ φυγᾷ γένους, Aesch. Spt. 936; τραπέντα ναύφρακτον ὅμιλον ἐρεῖς; Pers. 986; ἐτράποντο οἱ πολέμιοι, Thuc. 4, 44. Aber der aor. I. med. wird in akt, Bdtg gebraucht, τρέψασϑαι, Einen von sich abwenden u. in die Flucht schlagen, Ar. Equ. 275; Xen. An. 5, 4, 16. 6, 1, 13 u. öfter, wie Pol. 1, 17, 10 u. sonst. – Umstürzen, εὐτοχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301 u. A.; – abwenden, abhalten, τῇ γὰρ Ἀϑηναίη νόον ἔτραπεν, Od. 19, 479; Il. 8, 451; ἀπό τινος, 22, 16; ἑκάς τινος, Od. 17, 73; verhindern, verhüten, Il. 4, 381. 5, 187; Hes. Sc. 456; u. übh. anders wenden, ändern, verändern, ἔτραπεν κεῖνον χρυσός, Pind. P. 3, 55. – Pass. sich ändern, τρέπεται χρώς, die Farbe wechselt, ändert sich, von Einem, der erblaßt, Il. 13, 279. 284. 17, 733 Od. 21, 412; Hes. O. 418; τρέπεται νόος, φρήν, ϑυμός, der Sinn ändert sich, Od. 3, 147. 7, 263 Il. 10, 45. 17, 546; absolut, τράπομαι, ich ändere meine Meinung, Her. 6, 18; dah. τετραμμένος, ein Umgewandter, der seinen Sinn geändert hat, 9, 34; auch κραδίη τέτραπτο νέεσϑαι, Od. 4, 260; ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπω, Ar. Vesp. 986; vgl. τὴν διάνοιαν ἄλλοσε τρέπειν, Plat. Rep. III, 393 a; ἐνταῦϑα τὸν νοῦν τρέποντες, Mener. 248 c; γνώμας, Xen. An. 3, 1, 41, u. Folgde; οἰνος τρέπεται, der Wein schlägt um, S. Emp. pyrrh. 1, 41. – Uebertr. im med. sich auf Etwas hinrichten, ὥςτ' ἀμήχανον ὅποι τράποιντο, Aesch. Pers. 451; Ag. 1514; ὅταν τις εἰς τὸ μαίνεσϑαι τραπῇ, Soph. O. C. 1537; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης, Ai. 730; ποῖ τράπωμαι, Rur. Hec. 1099 und oft; οἷ πρῶτά με ἐδει τραπέσϑαι, Ar. Ran. 37; bes. seine Aufmerksamkeit auf Etwas hinrichten, worauf merken, sich womit beschäftigen, μὴ 'πὶ φροντίδας τρέποο, Eur. I. A. 646; πρὸς χεροὺς τραπώμεϑα, Herc. F. 751; πρὸς λῃστείαν, Thuc. 1, 5; πρὸς πόλεμον, 5, 114; ἐφ' ἁρπαγήν, 4, 104; πρὸς ϑεραπείαν τῶν φοομένων ἅπασαι τετράφαται, Plat. Rep. VII, 533 b; ἐπὶ γεωργίας τρέπονται, Legg. III, 680 e; πρὸς τὸ δεῖπνον, Conv. 175 e. Auch in der Bdtg des act., ἐπὶ τὸ ἐπαινεῖν αὐτὼ ἐτραπόμην, Plat. Euthyd. 303 c; τρέψεται τὸν λόγον ἐπ' ἐκεῖνον, Is. 5, 3; ἐφ' ὰρπαγήν, Xen. An. 7, 1, 18; ἐπὶ ῥᾳϑομίαν, 2, 6, 5; ἐπἱ ἓν ἔργον, Cyr. 2, 1, 21; Folgde; πρὸς ὕβριν τραπόμενοι, Luc. D. D. 18, 2.
-
59 μόγις
μόγις, mit Anstrengung, mit Mühe, kaum; μόγις δέ μευ ἔκφυγεν ὁρμήν, Il. 9, 355; μόγις δ' ἐςαγείρατο ϑυμόν, 21, 417; μόγις δ' ἐτέλεσσε Κρονίων, Od. 3, 119; Aesch. Prom. 131 Pers. 501; Eur. κατεῖπ' ἀναγκασϑεὶς μόγις, Ion 1215; Ar. Lys. 328; Her. 1, 116; bei Thuc. 1, 11 u. sonst schwankt die Lesart; βίᾳ καὶ μόγις οἴχεται ἀγομένη, Plat. Theaet. 160 e; ξυνέφη μόγις, Rep. I, 346 c; Euthyd. 282 d haben alle mss. μόλις διὰ μακρῶν λεγόμενον, wie Ax. 368 b u. Sp., z. B. Pol. 30, 2, 4. – [Ι ist Il. 22, 412 in der Vershebung lang gebraucht.]
-
60 ὑπερ-έχω
ὑπερ-έχω (s. ἔχω), ep. ὑπειρέχω, 1) in die Höhe über Etwas halten, τί τινος; σπλάγχνα δ' ἄρ' ἀμπείραντες ὑπείρεχον Ἡφαίστοιο, Il. 2, 426, sie hielten sie über das Feuer; bes. zum Schutz darüber halten, τινί, αὐτῷ ὑπείρεχε χεῖρας Ἀπόλλων, 5, 433; αἴ κ' ὔμμιν ὑπέρσχῃ χεῖρα Κρονίων, 4, 249; Od. 14, 184; seltener c. gen., μάλα γὰρ ἕϑεν εὐρύοπα Ζεὺς χεῖρα ἑὴν ὑπερέσχε, Il. 9, 420. 687. 24, 374; Theogn. 755; πόλεος ἵν' ὑπερέχοιεν ἀλκάν, Aesch. Spt. 197; τινὸς σκιάδειον, Ar. Av. 1508; τὰς χεῖράς τινος, Pol. 15, 31, 11; ἑαυτὸν τοῦ κλύδωνος, Luc. Tox. 19. – 2) intrans., hervorragen, -stehen; absolut, Her. 5, 92, 6. 7, 10, 5; Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, Il. 3, 210, an oder mit den Schultern; ὄμμ' ὑπερσχὸν ἴτυος, Eur. Phoen. 1393; – von Sternen, aufgehen, εὖτ' ἀστὴρ ὑπερέσχε φαάντατος, Od. 13, 93, u. so im ep. aor. ὑπερέσχεϑεν αἴης Il. 11, 735. – 3) darüber sein, überlegen sein, übertreffen; Theogn. 202; τινός, darüber hervorragen, τῆς ϑαλάσσης, Thuc. 7, 25; ὃ (ὕδωρ) μόλις ὑπερέχοντες ἐπεραιώϑησαν, 3, 23; σκεύη παντοδαπὰ ὑπερέχοντα τοῦ τειχίου, Plat. Rep. VII, 514 b; vgl. Xen. Cyr. 7, 5, 8 An. 3, 5, 7; Sp.; auch τινά, ὦ βροτῶν πάντων ὑπερσχὼν ὄλβον εὐτυχεῖ πότμῳ, Aesch. Pers. 695; ὁ σωφροσύνῃ πάντας ὑπερέχων, Eur. Hipp. 1365; πάντων ἓν ὑπερέχει μεγέϑει καὶ ἀρετῇ, Plat. Tim. 24 d; ὃ ζῶον συνέσει ὑπερέχει τῶν ἄλλων, Menex. 237 d; u. pass., οὐδὲ ὑπὸ Φαίδωνος ὑπερέχεσϑαι, Phaed. 102 c; Folgde; πλήϑει, Pol. 2, 38, 3; οἱ ὑπερέχοντες, die Mächtigern, 28, 4, 9; so absolut sagt auch Dem. 9, 69 ἐπειδὰν ἡ ϑάλαττα ὑπέρσχῃ, μάταιος ἡ σπουδή, oder = wenn das Meer über das Schiff geht; ἀναλωμάτων, die Kosten bestreiten, D. Sic. 4, 80.
См. также в других словарях:
μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1996, από την Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλονιάς και Ιθάκης, σε συνεργασία με την πρώην κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο Δαυγάτων, και άνοιξε για το κοινό το 1999, στα Δαυγάτα της Κεφαλονιάς. Λειτουργεί ως νομικό… … Dictionary of Greek
Καλουτά, Άννα και Μαρία — (Αθήνα 1923 και 1921 –). Ηθοποιοί του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασαν πιάνο αλλά σταδιοδρόμησαν ως ηθοποιοί. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη σε ηλικία μόλις 4 ετών η Άννα και 6 η Μαρία. Από… … Dictionary of Greek
Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… … Dictionary of Greek
ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… … Dictionary of Greek
πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ … Dictionary of Greek