Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μόλις+και

  • 61 ἑλιγμός

    ἑλιγμός, , das Winden, Wirbeln, die Windung; πολλούς τινας ἑλιγμοὺς ἄνω καὶ κάτω πλανώμενοι μόλις ἀφικνεῖσϑε, ὅποι ἡμεῖς πάλαι ἥκομεν, auf vielen Umwegen, Xen. Cyr. 1, 3, 4; Her. von der Windung des Labyrinths, 2, 148; Plut. Thes. 19; von der Schlange, Nic. Th. 159; von der Schnecke, Arist. H. A. 4, 2.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἑλιγμός

  • 62 ῥοθέω

    ῥοθέω, rauschen, brausen, lärmen; eigtl. von anprallenden Wellen, Ruderschlägen, u. übertr., λόγοι δ' ἐν ἀλλήλοισιν ἐῤῥόϑουν κακοί, Soph. Ant. 259; – c. acc., ῥοϑεῖν τινί τι, Einem Etwas mit lautem Unwillen zurufen, entgegenmurren, ταῠτα καὶ πάλαι πόλεως ἄνδρες μόλις φέροντες ἐῤῥόϑο υν ἐμοί, Soph. Ant. 290, wo der acc. aber wohl von φέροντες abhängt.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ῥοθέω

  • 63 далее

    далее
    нареч
    1. παραπέρα, παρακάτω, περαιτέρω·
    2. (затем) ἀργότερα, Επειτα, σέ συνέχεια, ὑστερα· ◊ не \далее как вчера χθες ἀκόμα, μόλις χθές· и так \далее (и т. д.) καί τά λοιπά (κ.λ.π.).

    Русско-новогреческий словарь > далее

  • 64 тянуть

    тян||у́ть
    несов
    1. τραβώ/ ἀπλώνω, τοποθετώ (прокладывать):
    \тянуть кого́-л. за руку τραβώ ἀπό τό χέρι· \тянуть кабель τοποθετώ καλώδιο·
    2. (вести за собой силой) ἔλκω/ ρυμουλκώ (на буксире):
    пароход тянет баржу τό ἀτμόπλοιο ρυμουλκεί τήν μαούνα·
    3. (протягивать) τείνω, τεντώνω:
    \тянуть ру́ку к звонку́ ἀπλώνω τό χέρι μου στό κουδούνι· \тянуть шею τεντώνω τό λαιμό·
    4. (медленно произносить) σέρνω:
    \тянуть слова́ σέρνω τά λόγια·
    5. (медлить) παρατραβώ κάτι:
    \тянуть дело παρατραβώ τήν ὑπόθεση· \тянуть время χρονοτριβώ·
    6. (звать) разг τραβώ:
    его́ никто си́лой не тянет κανείς δέν τόν τραβἄ μέ τό ζόρι·
    7. (влечь):
    меня (его) тянет μέ (τόν) τραβᾶ κάτι, ἐπιθυμώ κάτι· меня́ тянет за город ἐπεθύμησα νά πάω ἐξοχή· его тя́нет ко сну́ θέλει νά κοιμηθεί·
    8. (весить) ζυγίζω·
    9. (выделывать\тянуть о проволоке) συρματοποιώ·
    10. перен (вымогать \тянуть о деньгах и т. п.) παίρνω, τσιμπώ:
    \тянуть все жилы из кого-л. ξεζουμίζω κάποιον
    11. (о трубе, дымоходе) τραβώ·
    12. (вбирать, всасывать) είσπνέω, ρουφώ:
    \тянуть через соломинку ρουφώ μέ καλαμάκι·
    13. безл (о струе воздуха, о запахе):
    тя́нет холодом от окна́ μπάζει κρύο ἀπ' τό παράθυρο· тянет сыростью ἔρχεται ὑγρασία· ◊ \тянуть жребий τραβώ κλήρο· \тянуть карту из коло́ды τραβῶ χαρτί· \тянуть за душу кого́-л., \тянуть ду́шу из кого́-л. βγάζω τήν ψυχή κάποιου· \тянуть за язык τραβώ ἀπ· τή γλώσσα, ὑποχρεώνω κάποιον νά μιλήσει· его́ за язык никто не тянет κανείς δέν τόν ὑποχρεώνει νά μιλήσει· е́ле но́ги \тянуть μόλις σέρνω τά πόδια του· \тянуть все ту же песню ἐπαναλαμβάνω τά ἰδια καί τά ἰδια· \тянуть на поводу́ σέρνω ἀπό πίσω μου· \тянуть слабого ученика́ βοηθώ τόν καθυστεροῦντα μαθητή· тянет в плечах (об одежде) σφίγγει στίς πλατες.

    Русско-новогреческий словарь > тянуть

  • 65 νοματίζω

    μετ.
    1) называть, давать имя; 2) вспоминать, говорить;

    μόλις σε νοματίσαμε και ήρθες — мы только что, перед самым твоим приходом, о тебе говорили; — ты лёгок на помине

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νοματίζω

  • 66 видеть

    вижу, видишь, παθ. μτχ. ενεστ. видимый, βρ: -дим, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. βλέπω, ορώ, θωρώ•

    я -ел своими глазами είδα με τα ίδια μου τα μάτια•

    старик еще хорошо -ит ο γέρος ακόμα καλά βλέπει.

    || συναντώ•

    мне хотелось видеть вашего директора εγώ ήθελα (θέλω) να ιδώ το διευθυντή σας.

    2. αναπαρασταίνω•

    я его вижу, как живого τον βλέπω σαν ζωντανόν.

    3. παραδέχομαι, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αισθάνομαι•

    видеть свою ошибку βλέπω το λάθος μου.

    εκφρ.
    -ишь (-те), -ишь ли (-те ли) – βλέπεις, -ετε (λοιπόν)•
    видеть насквозь – διαβλέπω, δι,αγιγνώσκω•
    видеть не могу – δεν μπορώ ν’αντικρίζω•
    как -те – όπως βλέπετε, όπως σας είναι σαφές•
    не видеть света – δε βλέπω το φως της μέρας (είμαι υπεραπασχολημενος)• υποφέρω πολύ•
    рад видеть вас – χαίρω που σας βλέπω (σας συνάντησα)•
    только и -ли (кого) – μόλις, τον είδαμε, εξαφανίστηκε κιόλας, δεν προκάναμε να τον ιδούμε και χάθηκε από μπροστά μας.
    1. φαίνομαι, είμαι ορατός, διακρίνομαι•

    кой-где видятся деревья κάπου-κάπου φαίνονται δέντρα.

    || ονειρεύομαι, βλέπω στον ύπνο•

    ему -лось сон αυτός είδε όνειρο.

    2. συναντιέμαι•

    мы часто видемся друг с другом εμείς ταχτικά βλεπόμαστε.

    εκφρ.
    как -ится – όπως φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > видеть

  • 67 влечь

    влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.
    ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.
    влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•

    усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.

    2. μτφ. θέλγω•

    она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.

    влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•

    преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•

    одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.

    1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•

    телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.

    || αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.
    2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•

    ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > влечь

  • 68 волочить

    -очу, -очишь, ρ.δ.μ.
    1. σέρνω, σύρω, τραβώ•

    волочить мешок σέρνω το σακκί.

    2. (τεχ.) διελκύω•

    волочить проволоку διελκύω σύρμα (συρματοποιώ).

    εκφρ.
    еле ή едва -ит – μόλις μπορεί και σέρνει τα πόδια.
    1. σέρνομαι, σύρομαι, τραβιέμαι•

    ее длинное платье по полу -ится το μακρύ της φόρεμα σέρνεται στο πάτωμα.

    || βαδίζω με δυσκολία, σέρνομαι.
    2. ερωτοτροπω, φλερτάρω, τραβιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > волочить

  • 69 двигать

    -аю, -аешь κ. движешь, -жет; παθ. μτχ. ενστ. движимый, βρ: -жим, -а, -о, ρ.δ.
    1. κινώ, κουνώ, σαλεύω, μετακινώ, μετατοπίζω•

    двигать мебель μετακινώ το έπιπλο.

    || μτφ. προωθώ, μετακινώ•

    двигать батальон в атаку προωθώ το τάγμα για επίθεση.

    || κινώ με•

    двигать руками κινώ με τα χέρια.

    2. μτφ. βάζω, θέτω σε κίνηση, κινώ.
    3. μτφ. συμβάλλω, συντελώ’ (στην ανάπτυξη, προοδο), ωθώ, προωθώ, δίνω ώθηση•

    двигать науку συντελώ στην πρόοδο της επιστήμης•

    двигать дело προωθώ την υπόθεση.

    4. υποκινώ, παρακινώ•

    им движет чувство жалости κινείται από αίσθημα οίκτου•

    им двигает страсть κινείται από πάθος•

    им движет тщеславие κινείται από φιλοδοξία (ματαιοδοξία).

    5. ξεκινώ, μπαίνω σε κίνηση.
    εκφρ.
    еле ή с трудомκ.τ.τ. двигать ногами μόλις μπορώ και παίρνω (σέρνω) τα πόδια.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, σαλεύω. || μτφ. αναπτύσσομαι, ανεβαίνω, προωθούμαι, προάγομαι•

    двигать по службе προάγομαι στην υπηρεσία, ανεβαίνω στην υπηρεσιακή ιεραρχία.

    2. ξεκινώ, εκκινώ, μπαίνω σε κίνηση.

    Большой русско-греческий словарь > двигать

  • 70 переступать

    ρ.δ.
    1. βλ. переступить.
    2. πηγαίνω, βαδίζω, κινούμαι αλλάζω (κουνώ) τα πόδια•

    едва переступать ногами μόλις μπορώ και βαδίζω ή κουνώ τα πόδια.

    Большой русско-греческий словарь > переступать

  • 71 удержать

    удержу, удержишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удержанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κρατώ, συγκρατώ, βαστώ•

    удержать кого–нибудь от падения κρατώ κάποιον να μην πέσει•

    удержать тяжлый предмет на руках κρατώ βαρύ αντικείμενο στα χέρια•

    кучер не -ал лошадей ο αμαξάς δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα άλογα•

    неприятеля αναχαιτίζω τον εχθρό.

    2. δεν αφήνω να φύγει•

    мы хотели уйти, но дедушка нас -ал θέλαμε να φύγουμε, όμως ο παππούς μας κράτησε.

    3. μτφ. περιορίζω•

    -жи твой язык μάζεψε τη γλώσσα σου (λίγα τα λόγια σου).

    4. αφήνω•

    удержать за собой сто рублей κρατώ για τον εαυτό μου εκατό ρούβλια.

    || διατηρώ•

    удержать в памяти κρατώ στη μνήμη.

    (στρατ.) διατηρώ•

    приказ удержать захватить и удержать мост διαταγή удержать να καταληφθεί και να κρατηθεί η γέφυρα.

    || (για αποδοχές, μισθό)• κάνω κρατήσεις.
    1. κρατιέμαι•

    еле -лся на ногах μόλις μπόρεσα να κρατηθώ στα πόδια•

    я не смог удержать δεν μπόρεσα να κρατηθώ.

    2. διατηρούμαι• διαρκώ•

    их мнение про меня -лась долго η γνώμη τους για μένα διατηρήθηκε πολύν καιρό.

    || δεν παραδίνω τη θέση, δεν υποχωρώ•

    отряд -лся на прежних позициях το τμήμα κρατήθηκε στις θέσεις του.

    || παραμένω•

    он -лся на службе αυτός παρέμεινε στην υπηρεσία.

    3. συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής; απέχω, αποφεύγω•

    удержать от смеха συγκρατιέμαι από τα γέλια•

    удержать от слз συγκρατιέμαι από τα δάκρυα (συγκρατώ τα δάκρυα)•

    удержать от пьянства αποφεύγω το μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > удержать

  • 72 устеречь

    -регу, -режешь, -регут, παρλθ. χρ. устерг
    -регла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устереженный, βρ: -жен, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. επιβλέπω, επιτηρώ, εποπτεύω.
    2. παρακολουθώ, παραφυλάγω• παραμονεύω. || καραδοκώ.
    προφυλάγομαι•

    едва -ргся от брошенного камня..μόλις μπόρεσα και προφυλάχτηκα από την πέτρα, που μου έρριξε.

    Большой русско-греческий словарь > устеречь

  • 73 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

  • 74 καταπίνω

    καταπίνω [pron. full] [ῑ], [tense] fut.
    A

    - πίομαι Ar.Eq. 693

    , later

    - πιοῖμαι Plu.Alc.15

    : [tense] aor.

    κατέπιον IG4.951.102

    (Epid.); poet.

    κάππιον Hes.Th.p.45

    R.: [tense] pf.

    - πέπωκα Ar.Av. 1137

    :—gulp, swallow down, both of liquids and solids (

    οὐδ' ἐν τῷ καταπίνειν ἦν πάντως τὸ πίνειν Ph.1.478

    ), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th. 459, cf. 467, E.Cyc. 219;

    ὁ τροχίλος.. καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68

    , cf. 70;

    τεμάχη Ar.Nu. 338

    ; λίθους Id.Av. l. c.; [ κίχλας] Pherecr.108.24; [ μάζας] Telecl.1.5; of the sea,

    μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680

    , cf. Arist.Pr. 931b39 ([voice] Pass.); τὸ στόμα [ τῆς γῆς]

    - πίεται αὐτούς LXXNu.16.30

    :—[voice] Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti. 111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete. 351a1;

    ὑφ' ἅμμου D.S.1.32

    ; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17;

    πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7

    .
    2 abs., swallow,

    μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35

    , cf. Gal.Nat.Fac.3.6.
    b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach. 484, Luc.JTr.1:—[voice] Pass.,

    τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4

    .
    c swallow, absorb,

    τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257

    ([voice] Pass.); but, swallow one's anger, ib. 242.
    3 spend, waste in tippling, [ τὴν οὐσίαν]

    οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ.. καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96

    , cf. D.C.45.28.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπίνω

  • 75 μαστεύω

    μαστ-εύω, [dialect] Ep. [tense] impf. - εύεσκον A. R. 4.1394; poet. inf.
    A

    μαστευέμεν Pi.P.3.59

    : poet. [tense] aor. μάστευσα ib.4.35:—seek, search after, c. acc. pers. vel rei,

    τὴν μαστεύων Hes.Fr.79.4

    ;

    μαστεύων σε κιγλάνω μόλις E.Hel. 597

    ; ἄλλον ἄλλη μ. [Epich.] 298, cf. IG42(1).122.22 (Epid.); [ χώραν] X.An.5.6.25; τὰ φεύγοντα διώκειν καὶ μ. ib.7.3.11; crave, need,

    τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μ. Pi.P.3.59

    ;

    προφήτας δ' οὔτινας μαστεύομεν A.Ag. 1099

    .
    2 c. inf., seek, strive to do, Pi.P.4.35, N.8.43, X.An.3.1.43, Cyr.2.2.22;

    τὸν.. παῖδα μ. μαθεῖν, εἰ μηκέτ' εἴη E.Ph. 36

    :—[voice] Med., Aesar. ap. Stob. 1.49.27, Philostr.Jun.Im.17:—[voice] Pass., ἁδονὰ σφοδρότερον -ομένα Metop. ap. Stob.3.1.115.—Poet. word (Hom. uses only ματεύω), also used by X., and in late Prose, Nic.Dam.4 J., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαστεύω

  • 76 ὑπέρβασις

    A a passing over,

    ὄρη μόλις ἁμάξῃ μιᾷ καὶ ὀρικῷ ζεύγει τὴν ὑ. βιαζομένοις ξυγχωροῦντα Jul.Or.2.72a

    ; a pass over mountains, Str.4.6.12; passage over a desert, Id.16.2.30.
    2 overstepping, of a dislocated joint, Hp.Art.80.
    3 καθ' ὑπέρβασιν, of bandaging which gives the appearance of winglets, Gal.18(1).790.
    4 ' jumping over' an intervening space, Phld.D.3.9.
    II metaph., transgression, Thgn.1247.
    III [voice] Act., = ὑπερβίβασις (nisi hoc legend.), transport across (the Isthmus),

    τῶν λέμβων Plb.4.19.8

    .
    2 Rhet., transposition, Suid. s.v. Γοργίας (pl.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρβασις

  • 77 ἐξίστημι

    ἐξ-ίστημι, herausstellen, -bringen, bes. aus dem gewöhnlichen Zustande in einen andern versetzen; ἔκστησον φρενῶν, von Sinnen bringen; ταῦτα κινεῖ, ταῠτα ἐξίστησιν ἀνϑρώπους ἑαυτῶν, sie außer sich bringen; τὸν λογισμόν, τὴν διάνοιαν, verwirren; ἀρετὴν πρὸς τὸ ἐναντίον, in das Gegenteil verwandeln; geradezu verderben, verschlechtern. Häufiger im wegbegeben, weggehen; bes. τινί, vor j-m weichen, ihm Platz machen; σοί γ' ἑκὼν ἐκστήσομαι, dir weiche ich gern; φεύγετε, ἐξίστασϑε, fliehet, macht euch fort; ἐξίστασϑαι ὁδοῦ, aus dem Wege gehen; τοῦ ἄϑλου τινί, ihm abtreten; ohne Zusatz: ausweichen; τρόπων τῶν αὑτῶν εἰς τοὺς εὐσεβεῖς, sich verändern in seinem Charakter; μηδὲν ἐξιστάμενος τῆς αὑτοῠ ἰδέας, sich nicht von seinem Begriffe entfernen; ἀρχῆς, die Herrschaft aufgeben; ἁπάντων τῶν ὄντων, sein ganzes Vermögen abtreten; ἐξειστήκει τῶν ἑαυτοῠ, Bankrott machen; τῆς φιλίας, sie aufgeben; τῶν πεπραγμένων, sich davon lossagen, es leugnen; κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς μᾶλλον ἢ ναυμαχεῖν, es ist besser, keinen Vater haben; τῶν μαϑημάτων, das Erlernte vergessen. Übertr., ἐξέστην φρενῶν, γνώμας, von Sinnen geraten, um seinen Verstand kommen; von einem Pferde: scheu werden. Allgemeiner, ἐγὼ μὲν ὁ αὐτός εἰμι καὶ οὐκ ἐξίσταμαι, ὑμεῖς δὲ μεταβάλλετε, ich ändere meine Ansicht nicht; μόλις μὲν καρδίας δ' ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν, ich gebe nach, ich lasse mich bewegen zu tun. Auch = ausarten; verderben, bes. οἶνος ἐξεστηκώς, abgestandener, umgeschlagener Wein; πρόσωπα ἐξεστηκότα, entstellte Gesichter; mit einem acc. verbunden: etwas vermeiden, von etwas sich zurückziehen; ἐξέστηκα hervorstechen, -ragen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐξίστημι

  • 78 μόλουρος

    Grammatical information: ?
    Meaning: unidentified snake (Nic. Thér. 491)
    Origin: XX [etym. unknown]
    Etymology: One assumes that from this word is derived a word for a locust (?), μολουρίς, - ίδος (Nic. Thér. 416). Gow and Scholfield think that it is the snake μόλουρος, but Gil, Nombres de insectos 52 translates `locust'. Hesychius has μολοῦρις αἰδοῖον κολοβη λόγχη η μόλις οὐρῶν, and μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα; Suidas has μολουρίς, μολουρίδες μολυρίδας τὰς ἀκρίδας φασί. No etymology.

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόλουρος

  • 79 Little

    adj.
    P. and V. μικρός, σμικρός.
    Few: P. and V. ὀλγος, Ar. and V. παῦρος, βαιός.
    Short: P. and V. βραχύς.
    Slight: P. and V. λεπτός.
    Little or nothing: P. μικρὰ καὶ οὐδέν (Dem. 260).
    Young: P. and V. νήπιος, V. τυτθός; see Young.
    Mean, petty: P. and V. φαῦλος.
    ——————
    adv.
    With comparatives: P. and V. μικρῷ, σμικρῷ, Ar. and P. ὀλγῳ.
    A little: P. and V. ὀλγον, μικρόν, σμικρόν, V. βαιόν.
    Hardly at all: P. and V. μόλις, μόγις.
    Moderately: P. and V. μέσως, μετρίως; see Slightly.
    Little by little: Ar. and P. κατὰ μικρόν, P. κατʼ ὀλίγον, κατὰ βραχύ.
    Within a little, nearly: Ar. and P. ὀλγου, P. ὀλίγοῦ δεῖν, μικροῦ.
    Be within a little of: P. εἰς ὀλίγον ἀφικνεῖσθαι (infin.), παρὰ μικρὸν ἔρχεσθαι (infin.); see under Ace.
    Think little of: P. ὀλιγωρεῖν (gen.); see Despise.
    Not a little: P. and V. οὐχ ἥκιστα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Little

  • 80 Scramble

    v. intrans.
    Jostle: Ar. ὠστίζεσθαι.
    Every man is scrambling for a front seat: Ar. εἰς τὴν προεδρίαν πᾶς ἀνὴρ ὠστίζεται (Ach. 42).
    By pushing and scrambling he got round unobserved: P. χαλεπῶς καὶ μόλις περιελθὼν ἔλαθε (Thuc. 4, 36).
    Scramble up: see Climb.
    ——————
    subs.
    Jostling: P. ὠθισμός, ὁ.
    Confusion: P. ταραχή, ἡ, P. and V. θόρυβος, ὁ.
    Competition: P. φιλονεικία, P. and V. ἔρις, ἡ, γών, ὁ, μιλλα, ἡ.
    Rush: P. ἐπιδρομή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scramble

См. также в других словарях:

  • μόλις — (ΑΜ μόλις, Α και μόγις) επίρρ. (τροπικό) με δυσκολία, με κόπο, ελάχιστα (α. «μόλις και μετά βίας» πολύ δύσκολα β. «καὶ ταῡτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῡ μὴ θύειν αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. συν. με αριθμτ.) για να δηλώσει προσέγγιση,… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Τρινιδάδ και Τομπάγκο — Νησιά της κεντρικής Αμερικής στο βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Tο κράτος του Tρινιδάδ και Tομπάγκο αποτελείται από δύο νησιά, από τα οποία μεγαλύτερο είναι το Tρινιδάδ, που βρίσκεται κοντά στην ακτή της Bενεζουέλας και ανακαλύφθηκε το 1498 από τον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1996, από την Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλονιάς και Ιθάκης, σε συνεργασία με την πρώην κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο Δαυγάτων, και άνοιξε για το κοινό το 1999, στα Δαυγάτα της Κεφαλονιάς. Λειτουργεί ως νομικό… …   Dictionary of Greek

  • Καλουτά, Άννα και Μαρία — (Αθήνα 1923 και 1921 –). Ηθοποιοί του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Σπούδασαν πιάνο αλλά σταδιοδρόμησαν ως ηθοποιοί. Παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στη σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη σε ηλικία μόλις 4 ετών η Άννα και 6 η Μαρία. Από… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίμαχος και Χρυσορρόη — Τίτλος έμμετρου βυζαντινού διηγήματος του 17ου αι., που αποτελείται από 2.067 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Σύμφωνα με την υπόθεση του έργου, που διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά θεματικά μοτίβα των μεσαιωνικών παραμυθιών, ο… …   Dictionary of Greek

  • ράδιος — και ῥαίδιος και ῥάδιος, ία, ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, ίη, ον, Α 1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.) 2. προσφυής, κατάλληλος («ῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.) 3. απερίσκεπτος,… …   Dictionary of Greek

  • πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»