-
1 μουκηρό-βᾱς
μουκηρό-βᾱς, αντος, ὁ, lakon. = μυκηρόβας, wofür Lob. Phryn. 610 u. parall. 277 μουκηροβάκται vermuthet (von βάγνυμι = ἄγνυμι). Nach Pamphil. Ath. II, 53 b ist μουκηρόβατος lakon., = ἀμυγδαλοκατάκτης.
-
2 μουία
A maggot, Hsch. [full] μουκήζειν· μέμφεσθαι τοῖς χείλεσι, Id. [full] μούκηρος, [full] μουκηρόβατος, v. μύκηρος. -
3 μύκηρος
μύκηρος, ὁ,A = ἀμυγδάλη, almond, [dialect] Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: [dialect] Lacon. also [full] μούκηρος Pamphil.ib. 53b:—hence [full] μουκηρόβατος (leg. - βαγός, i. e. - ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written [full] μουκηρόβας in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύκηρος
См. также в других словарях:
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek