-
1 καρυοκατάκτης
καρυοκατάκτηςnut-cracker: masc nom sg -
2 καρυοκατάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καρυοκατάκτης
-
3 καρυοκατάκτης
καρυο-κατ-άκτης, ὁ, Nußknacker -
4 καρυοκατάκτην
καρυοκατάκτηςnut-cracker: masc acc sg (attic epic ionic) -
5 μύκηρος
μύκηρος, ὁ,A = ἀμυγδάλη, almond, [dialect] Lacon. and Tenian word, Seleuc. ap.Ath.2.52c: [dialect] Lacon. also [full] μούκηρος Pamphil.ib. 53b:—hence [full] μουκηρόβατος (leg. - βαγός, i. e. - ϝᾱγός from ἄγνυμι), ὁ, = καρυοκατάκτης, Id.ibid.; written [full] μουκηρόβας in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύκηρος
-
6 μύκηρος
Grammatical information: m.Meaning: `almond, a nut' (Ath. 2, 52 c a. 53b, H.Other forms: Lac. μούκηρος, acc. to Seleuc. and Pamphil. ap. Ath. 2, 52c and 53c Laconian and Teian for ἀμυγδάλη; a further by-form is seen in ἀμιχθαλόεις; further are given ἄμυκτον γλυκύ. οἱ δε ἄμικτον H. and ἀμυκλίς γλυκύς, ἡδύς H. (Fur. 140).Compounds: μουκηρό-βατος (Ath. 2, 53b), - βας (H.) ' καρυοκατάκτης, nutcracker', prob. for - βάγος = - Ϝάγος to (Ϝ)άγνυμι `break'; cf. βάγος κλάσμα... Λάκωνες H.; details in E. Kretschmer Glotta 18, 95 f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. The connection with μύσσομαι, μύξα, lat. mūcus as "weak, slimy fruit" (Hehn Kulturpflanzen 615) seems not helpful. Bechtel Dial. 2, 378 assumes connection with the synonymous ἀμυγδάλη. The variants show that the word is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,267Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μύκηρος
См. также в других словарях:
καρυοκατάκτης — καρυοκατάκτης, ὁ (Α) ο καρυοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + κατάκτης (< κατάγνυμι «σπάζω, κερματίζω, κομματιάζω»)] … Dictionary of Greek
καρυοκατάκτης — nut cracker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυοκατάκτην — καρυοκατάκτης nut cracker masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek