Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βαγός

См. также в других словарях:

  • βάγος — (bagus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Ζουν σε πολλές χώρες του βόρειου γεωγραφικού πλάτους. Το σώμα τους είναι μικρό (3 5 χιλιοστά) και καμπύλο στη ράχη. Τα έλυτρα είναι συνενωμένα, ενώ τα πίσω φτερά είναι… …   Dictionary of Greek

  • μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»