-
1 μουκηρό-βᾱς
μουκηρό-βᾱς, αντος, ὁ, lakon. = μυκηρόβας, wofür Lob. Phryn. 610 u. parall. 277 μουκηροβάκται vermuthet (von βάγνυμι = ἄγνυμι). Nach Pamphil. Ath. II, 53 b ist μουκηρόβατος lakon., = ἀμυγδαλοκατάκτης.
См. также в других словарях:
μουκηροβαγός — και μουκηρόβατος και μουκηρόβας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καρυοκατάκτης», καρυοθραύστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μουκηροβαγός < μούκηρος «μαλακό καρύδι» + βαγος(< (F)ἄγος «κλάσμα, θραύσμα» < ἄγνυμι). Το β τού βαγος πιστοποιεί την ύπαρξη F (δίγαμμα)… … Dictionary of Greek