Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μύκηρος

См. также в других словарях:

  • μύκηρος — μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α) το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα* «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ …   Dictionary of Greek

  • μύκηρος — almond masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυκήρους — μύκηρος almond masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύκηρον — μύκηρος almond masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • NUX — a nuceris, quod a Graeco μύκηρος, converso M. in N. secundum Voss. de Secient. Mathem. c. 6. §. 1. Varroni et Isidoro a nocendo dicta est: Aliis Syriacam vocem esse, et ex luz, L. in N. mutatô, vel ex Hebr. Gap desc: Hebrew i. e. Corylus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μυκηρόδις — Μυκηρόδις, ἡ (Α) επίκληση τής Αφροδίτης σε επιγραφή τής Κύπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με μύκηρος «αμύγδαλο»] …   Dictionary of Greek

  • μούκηρος — μούκηρος, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. μύκηρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»