-
1 μισθο-φόρος
μισθο-φόρος, Lohn davontragend, erhaltend; τριήρεις, Ar. Equ. 553; Thuc. 1, 35. 5, 109; öfter bei den Folgdn; bes. von Soldaten, Söldnern, πελταστικὸς ἀνὴρ μισϑοφόρος, Plat. Theaet. 165 d; Xen., Dem. u. Sp.
-
2 μισθοφόρος
μισθο-φόρος, Lohn davontragend, erhaltend; bes. von Soldaten, Söldnern -
3 μισθοφορος
I2получающий плату, служащий за жалованье, наемный(ἄνθρωποι Dem.; πελταστικὸς ἀνήρ Plat.; τριήρεις Arph.)
IIὅ наемный солдат, наемник Thuc. etc. -
4 μισθός
Grammatical information: m.Meaning: `hire, pay, wages, reward, daily wages' (Il.).Compounds: Several compp., e.g. μισθο-δό-της m.. `who pays wages', - τέω, - σία (Att.), comp. of μισθὸν δοῦναι with τη-suffix, μισθο-φορέω `get wages' with - φόρος `who served for hire', - φορά `wages'; ἔμ-μισθος `being paid' (Att.).Derivatives: Diminut. μισθάριον (Hp., com., pap.), adj. μίσθιος `hired' (hell.) and the verb μισθόομαι, - όω `hire for oneself', act. `hire' (IA.) with several derivv.: μίσθωμα `rent, rent agreed' (Att.), - ωμάτιον (Alciphr.), μίσθωσις `hiring' (Att.), - ώσιμος `which can be hired' (Lex. ap. D.; Arbenz 66), - ωσιμαῖος (gloss.); μισθωτός (direct from μισθός?) `with hire, hired, hireling, mercenary' (IA.), - ωτής m. `tenant' (Att.), f. - ώτρια (Phryn. Com.), - ωτικός `belonging to rent' (Pl., pap.), - ωτήριον `meetingplace of the μισθωτοί' (Ephesos IIp, H. s. ὄψ' ἦλθες).Etymology: Old name for an old idea, preserved also in Indo-Iranian, Germanic and Slavic: Skt. mīḍhám n. `price in a match, match', Iran., e.g. Av. mižda- n. `wages', Germ., e.g. Goth. mizdo f. `wages', NHG Miete, Slav., e.g. OCS mьzda, Russ. mzdá f. `wages, hire, reward', IE *misdʰó-. Undemonstrable further analysis by Specht Ursprung 249 f. Because of the fem. gender of the Germ. and Slav. words Meillet MSL 21, 111 considers *mizdhó- as old fem.; but then the change of gender in μισθός is remarkable; cf. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 n. 2. -- In the sense of `salary' μισθός was since hellenism replaced by ὀψώνιον (Chantraine Études 25 f.).Page in Frisk: 2,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισθός
См. также в других словарях:
ζευγοφόρα — τα κολεόπτερα τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, μισθο φόρος] … Dictionary of Greek
ιξοφόρος — ο (Α ἰξοφόρος, ον) ο αλειμμένος με ιξό («ἰξοφόρος δόναξ», Ομ. Ιλ.) αρχ. (για δέντρα) αυτός πάνω στον οποίο φύεται ιξός («ἰξοφόροι δρύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ φόρος, μισθο φόρος] … Dictionary of Greek
καρποφόρος — ο θηλ. και α (AM καρποφόρος, ον) αυτός που παράγει καρπούς, ο εύφορος, ο γόνιμος («πρόβατά ἐστι καὶ φοίνικες οἱ καρποφόροι», Ξεν.) νεοελλ. 1. ο αποτελεσματικός 2. ο επικερδής, ο ωφέλιμος αρχ. 1. (για χώρες) αυτός που παράγει άφθονα γεωργικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
δίδραχμος — η, ο (AM δίδραχμος, ον) [δραχμή] Ι. αυτός που αξίζει δύο δραχμές αρχ. 1. αυτός που έχει βάρος δύο δραχμών 2. φρ. α) «δίδραχμος ὁπλίτης» στρατιώτης με ημερήσιο μισθό δύο δραχμών β) «δίδραχμος τόκος» μηνιαίος τόκος δύο δραχμών κατά μνα II. το ουδ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… … Dictionary of Greek
τελωνώ — έω, ΜΑ [τελώνης] φορολογώ κάποιον βαριά (α. «τελωνεῑ τίνα πικρῶς», Στράβ. β. «τελωνουμένους σκληρῶς», πάπ.) αρχ. 1. αγοράζω τους δημόσιους φόρους και τούς εισπράττω («μᾱλλον δὲ προσαιτεῑ και λωποδοτεί καὶ τελωνεῑ», Λουκιαν.) 2. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek
φοροδοτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταβολή φόρων 2. φρ. «φοροδοτική ικανότητα» η οικονομική δυνατότητα φυσικού ή νομικού προσώπου, να καταβάλλει φόρους σε συνάρτηση με το φορολογητέο εισόδημά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + δοτικός (<… … Dictionary of Greek
χαρτιατικόν — και χαρτατικόν, τὸ, Μ 1. φόρος τού χαρτιού 2. πληρωμή για την έκδοση δημόσιου εγγράφου ή για τον μισθό υπαλλήλου 3. στον πληθ. τὰ χαρτιατικά και χαρτατικά χρήματα για χαρτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartiaticum (< χάρτης)] … Dictionary of Greek