-
1 μισθός
Grammatical information: m.Meaning: `hire, pay, wages, reward, daily wages' (Il.).Compounds: Several compp., e.g. μισθο-δό-της m.. `who pays wages', - τέω, - σία (Att.), comp. of μισθὸν δοῦναι with τη-suffix, μισθο-φορέω `get wages' with - φόρος `who served for hire', - φορά `wages'; ἔμ-μισθος `being paid' (Att.).Derivatives: Diminut. μισθάριον (Hp., com., pap.), adj. μίσθιος `hired' (hell.) and the verb μισθόομαι, - όω `hire for oneself', act. `hire' (IA.) with several derivv.: μίσθωμα `rent, rent agreed' (Att.), - ωμάτιον (Alciphr.), μίσθωσις `hiring' (Att.), - ώσιμος `which can be hired' (Lex. ap. D.; Arbenz 66), - ωσιμαῖος (gloss.); μισθωτός (direct from μισθός?) `with hire, hired, hireling, mercenary' (IA.), - ωτής m. `tenant' (Att.), f. - ώτρια (Phryn. Com.), - ωτικός `belonging to rent' (Pl., pap.), - ωτήριον `meetingplace of the μισθωτοί' (Ephesos IIp, H. s. ὄψ' ἦλθες).Etymology: Old name for an old idea, preserved also in Indo-Iranian, Germanic and Slavic: Skt. mīḍhám n. `price in a match, match', Iran., e.g. Av. mižda- n. `wages', Germ., e.g. Goth. mizdo f. `wages', NHG Miete, Slav., e.g. OCS mьzda, Russ. mzdá f. `wages, hire, reward', IE *misdʰó-. Undemonstrable further analysis by Specht Ursprung 249 f. Because of the fem. gender of the Germ. and Slav. words Meillet MSL 21, 111 considers *mizdhó- as old fem.; but then the change of gender in μισθός is remarkable; cf. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 n. 2. -- In the sense of `salary' μισθός was since hellenism replaced by ὀψώνιον (Chantraine Études 25 f.).Page in Frisk: 2,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισθός
-
2 απέναντι
επίρρ.1) напротив, против, перед; απέναντί μου напротив меня, передо мной;απέναντι από το σπίτι ( — на)против дома;
2) в счёт (чего-л.);απέναντι στο λογαριασμό — в счёт причитающейся суммы;
λαμβάνω απέναντι τού μισθού ( — или στο μισθό) — получать в счёт зарплаты;
καταβάλλω απέναντι της αξίας τού σπιτιού ένα ποσόν — вносить сумму в счёт стоимости дома;
3) по отношению к...; по сравнению с...;η αμοιβή είναι μικρή απέναντι στον κόπο πού καταβλήθηκε — это вознаграждение мало по сравнению с затраченным трудом;
απέναντί μου είναι ειλικρινής он со мной искренен, откровенен;§ δεν. τολμώ να εμφανισθώ απέναντί του я боюсь показаться ему на глаза
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
Τιργκό, Άννα-Ρομπέρ Ζακ — (Turgot, 1727 – 1781). Γάλλος πολιτικός και οικονομολόγος. Ιεροκήρυκας αρχικά στη Σορβόνη, εγκατέλειψε σύντομα το λειτούργημά του αυτό και έγινε σύμβουλος του Παρλαμέντου του Παρισιού και στη συνέχεια εισηγητής των αναφορών (1753). Είχε στενούς… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek
μηναίος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Οκτωβρίου. 2. Μ. ή Μιννέος. Ήταν ζηλωτής και καταγόταν από την Πέργη της Παμφιλίας. Επειδή κατέστρεψε μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του τον ναό της Άρτεμης … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek