-
1 μισθο-φορά
μισθο-φορά, ἡ, der davongetragene, erhaltene Lohn, Sold; Ar. Eqq. 804; Thuc. 8, 45. 50; ὑπισχνοῦμαι ὑμῖν μισϑοφορὰν παρέξειν, Xen. An. 5, 6, 23 u. öfter; Arist. polit. 5, 4 u. Sp., wie Luc. pro merc. cond. 15; bes. der Sold der Soldaten, nach Schol. Ar. a. a. O. Auch ἐκπεπλευκότες ἐπὶ ταύτην τὴν μισϑοφοράν, um diesen Sold zu erhalten, Xen. An. 6, 2, 8.
-
2 ἐπι-μισθο-φορά
ἐπι-μισθο-φορά, ἡ, außerordentlicher Sold, D. Cass. 78, 36.
-
3 μισθοφορά
μισθο-φορά, ἡ, der davongetragene, erhaltene Lohn; bes. der Sold der Soldaten. Auch ἐκπεπλευκότες ἐπὶ ταύτην τὴν μισϑοφοράν, um diesen Sold zu erhalten -
4 μισθοφορα
-
5 ἐπιμισθοφορά
ἐπι-μισθο-φορά, ἡ, außerordentlicher Sold -
6 μισθός
Grammatical information: m.Meaning: `hire, pay, wages, reward, daily wages' (Il.).Compounds: Several compp., e.g. μισθο-δό-της m.. `who pays wages', - τέω, - σία (Att.), comp. of μισθὸν δοῦναι with τη-suffix, μισθο-φορέω `get wages' with - φόρος `who served for hire', - φορά `wages'; ἔμ-μισθος `being paid' (Att.).Derivatives: Diminut. μισθάριον (Hp., com., pap.), adj. μίσθιος `hired' (hell.) and the verb μισθόομαι, - όω `hire for oneself', act. `hire' (IA.) with several derivv.: μίσθωμα `rent, rent agreed' (Att.), - ωμάτιον (Alciphr.), μίσθωσις `hiring' (Att.), - ώσιμος `which can be hired' (Lex. ap. D.; Arbenz 66), - ωσιμαῖος (gloss.); μισθωτός (direct from μισθός?) `with hire, hired, hireling, mercenary' (IA.), - ωτής m. `tenant' (Att.), f. - ώτρια (Phryn. Com.), - ωτικός `belonging to rent' (Pl., pap.), - ωτήριον `meetingplace of the μισθωτοί' (Ephesos IIp, H. s. ὄψ' ἦλθες).Etymology: Old name for an old idea, preserved also in Indo-Iranian, Germanic and Slavic: Skt. mīḍhám n. `price in a match, match', Iran., e.g. Av. mižda- n. `wages', Germ., e.g. Goth. mizdo f. `wages', NHG Miete, Slav., e.g. OCS mьzda, Russ. mzdá f. `wages, hire, reward', IE *misdʰó-. Undemonstrable further analysis by Specht Ursprung 249 f. Because of the fem. gender of the Germ. and Slav. words Meillet MSL 21, 111 considers *mizdhó- as old fem.; but then the change of gender in μισθός is remarkable; cf. Kretschmer Glotta 12, 210, Schwyzer-Debrunner 34 n. 2. -- In the sense of `salary' μισθός was since hellenism replaced by ὀψώνιον (Chantraine Études 25 f.).Page in Frisk: 2,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μισθός
См. также в других словарях:
καρποφορά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 67 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου του νομού Μεσσηνίας. * * * καρποφορά, ἡ (Μ) η προσφορά καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φορά (< φορά < φέρω), πρβλ. μαχαιρο φορά, μισθο… … Dictionary of Greek
μαχαιροφορά — μαχαιροφορά, ἡ (Α) το να κρατά κανείς μαχαίρι ως όπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάχαιρα + φορά (< φέρω), πρβλ. κοπρο φορά, μισθο φορά] … Dictionary of Greek
επιμισθοφορά — ἐπιμισθοφορά, ἡ (Α) πρόσθετος μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθο φορά «πληρωμή» (< μισθός + φέρω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek