-
1 μηλόμελι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόμελι
-
2 μῆλον 1
μῆλον 1Grammatical information: n.Meaning: `apple' (Il.), also (with diff. determining attribute) of other stone-fruits (Hp., Dsc.), often metaph.: `(seed-)capsule of a rose' (Thpr.), in plur. `breasts, cheeks, tonsils, apple-like beaker' (Ar., Theoc., medic., pap., inscr.).Other forms: Dor. Aeol. μᾶλον.Compounds: As 1. member e.g. in μῆλ-οψ `applecoloured' = `yellow' (η 104), μαλο-πάραυος `with apple-like cheekes' (Theoc.); μηλ-άπιον n. name of a fruit (medic., Plin.).). As 2. member in determinatives, e.g. γλυκύ-μαλον, - μηλον `sweet-apple' (Sapph. [?; Risch IF 59, 10 A. 2], Call.), μελί-μηλον `summer-apple, Pyrus praecox' (Dsc.), also `applemead' (medic.) for μηλό-μελι (Dsc.; Strömberg Wortstudien 7); cf. κοκκύ-μηλον; on ἐπιμηλίς s. v.Derivatives: A. Subst. 1. μηλέη, -α `appletree' (Od.); 2. μηλίς, μαλίς f. = μηλέα (Ibyc., Theoc.), `yellow pigment' (Plu.), name of a distemper of asses, `glanders'? (Arist.); 3. μηλίτης οἶνος `apple-, quince-wine' (Plu., Dsc.; Redard 98); 4. μηλίσκα n. pl. name of cups shaped like apples (Delos IIIa); 5. Μηλ-ιάδες f. pl. `fruittree-nymphs' (Poll.; like κρην-ιάδες); 6. μήλωθρον n. = ἄμπελος λευκή (Thphr., Dsc.; cf. ψίλωθρον `id.' from ψιλόω, πύρωθρον = πύρεθρον). -- B. Adj. 7. μήλινος, μάλινος `made of apples, applecoloured' (Sapph., Thphr.); 8. μήλειος `belonging to the apple' (Nic., A. R.); 9. μηλώδης `applelike' (Gal.). -- C. Verb. 10. μηλίζω `resemble an apple (in colour)' (medic.). -- Here also the island name Μῆλος ("apple-island")?; s. Heubeck Glotta 25, 271.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Mediterranean word. -- From Greek Lat. mālum, mēlum, with mālinus `applecoloured', mēlinus `of quince-apples'; s. W.-Hofmann s. 1. mālus. The word has been connected with Hitt. mahla-, but this appeared to have a diff. meaning (`grape, vine, twig of a vine'); Cuny, REA 26(1924)364f; corrected by Sturtevant CGr.1 292, Kronasser VLFL (1956) 88, Szemerényi, Phonetica 17(1967)47; hardly to ἀμάμαξυς, Fur. 212.Page in Frisk: 2,226Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μῆλον 1
См. также в других словарях:
ομφακόμελι — ὀμφακόμελι, έλιτος, τὸ (Α) ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνό μελι, μηλό μελι)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μελίμηλον — μελίμηλον, τὸ (ΑM) μσν. γλυκό μήλο, καρπός μηλιάς που έχει εμβολιαστεί σε κυδωνιά αρχ. 1. είδος πρώιμης απιδιάς και ο καρπός της 2. ηδύποτο που παρασκευαζόταν από καρπούς απιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μῆλον (πρβλ. γλυκύ μηλον, κιτρό μηλον)] … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek