-
1 ιτός
-
2 ἰτός
-
3 ἰτός
-
4 ἄχαρις,-ιτος
A 0-0-0-0-1=1 Sir 20,19unpleasant, disagreeable -
5 μέλι,-ιτος
+ τό N 3 21-16-11-11-7=66 Gn 43,11; Ex 3,8.17; 13,5; 16,31γῆ ῥέουσα γάλα καὶ μέλι land of milk and honey (sign of fertility) Ex 3,8 -
6 χάρις,-ιτος
+ ἡ N 3 26-12-5-37-84=164 Gn 6,8; 18,3; 30,27; 32,6; 33,8grace, favour, kindness (often of the Lord’s kindness received gratuitously) Gn 6,8 (frequently rendition of חן); gracious-ness, attractiveness Eccl 10,12; grace, beauty, elegance Sir 7,19; gratitude 3 Mc 5,20χάριν τίνος why?, wherefore? 2 Chr 7,21; ἐποίησεν ἡμᾶς ἐν χάριτι ἐνώπιον τῶν βασιλέων Περσῶν he brought us into favour with the kings of the Persians 1 Ezr 8,77; εὗρον χάριν ἐναντίον σου I found favour with you, you were kind to me Gn 18,3Cf. DODD 1954, 61; LARCHER 1983, 293-294; MONTGOMERY 1939, 97-102; SPICQ 1978a, 960-966;WEVERS 1993, 80; ZELLER 1990, 26-32; →NIDNTT; TWNT -
7 Ἄρτεμις
Grammatical information: f.Meaning: name of a goddess (Il.)Dialectal forms: Myc. atemito \/ Artemitos\/; atimite \/ Artimitei\/. Dor. Ἄρταμις, - ιτος; Boeot. id. - ιδος; ῎Αρτεμις, - ιτος Delphi (SIG 671 etc.).Derivatives: Άρτεμίσιος, Άρταμίτιος m., also Άρτεμισιών, month name (Th.), - ον n. ` tempel of A.' (Hdt.). - ἀρτεμιδήϊον n., ἀρτεμισία f. plant name, s. Strömberg 100.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The forms have e\/i, which may point to Pre-Greek. There is further e\/a (s. Fur. 185), which is rather an old phenomenon than a recent assimilation; and there is t\/d (Myc. has -t-: there is a special sign for -d-); note that the forms in - σιον- presuppose a -t- (the -d- can be easily secondary, as seems confirmed by Myc.). -- The name is found in Lydian inscriptions (Artimuś, Artimu-), which in itself does not prove that the name comes from Lydia or Asia Minor (as thought v. Wilamowitz, Hellenistische Dichtung 2, 50; Glaube 1, 324). Lycian has ertemi. -- Improbable is Illyrian origin (from Illyr. * artos `bear', Ruipérez Emerita 15, 1ff. and Zephyrus 2, 89ff.). Against the interpretation as `bear-godess' (to ἄρκτος; lastly Pisani Rev. ét. anc. 37, 149f.) s. Kretschmer Glotta 27, 34, who connects ἄρταμος `butcher', which seems very improbable. Improbable vW. -- Nilsson Gr. Rel. 1, 451ff.; s. Ruipérez l. c. for details; Chantraine L'ant. class. 22, 67.Page in Frisk: 1,153-154Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ἄρτεμις
-
8 ιτόν
-
9 ἰτόν
-
10 Ἄρτεμις
Ἄρτεμις, ἡ, gen. ιδος, also ιτος, dat. ιτι SIG671 A6 (Delph., ii B.C.), GDI1679 ([place name] Zacynthus), etc.: acc. ιν, also ιδα h.Ven.16: [dialect] Dor. [full] Ἄρταμις, ιτος (or ιδος as in [dialect] Boeot. Inscrr. IG7.546, al.), SIG765 (Rhodes, i B. C.), IG2.545.12 (Delph.), etc.; dat. Ἀρτάμι ib.4.577 ([place name] Argos): pl., Ἀρτέμιδες πραεῖαι,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρτεμις
-
11 ιτώ
-
12 ἰτῶ
-
13 ιτήν
-
14 ἰτήν
-
15 ιτώ
-
16 ἰτώ
-
17 θέμις
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)1a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. O. 8.22 infra,καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις N. 11.8
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) I. 9.5 ] θεμις[ ?fr. 333a. 3.b pl. divine ordinancesἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
esp. oracles, “ τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν” P. 4.54Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν Pae. 9.41
v. θεμιστός.2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother ofΕὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.22
αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.15
( Κόρινθον)ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος O. 13.8
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ ( θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) P. 11.9εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις I. 8.31
πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) Pae. 8.16 -
18 μέλι
μέλῐ (μέλι, -ιτος, -ιτι, -ι.)1 honeyκόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53
met., μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (αὐτῷ τῷ ποιήματι. Σ.) O. 10.98 ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (ἀλληγορικῶς οὖν τὸν ὕμνον φησί, τὸ καλὸν καὶ ἡδύτατον αὐτοῦ ἐπιδεικνύμενος. Σ.) N. 3.77 ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι amid the beautiful honey of song I. 5.54 ἔραται δέ μοι γλῶσσα μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm., Wil.) Πα... τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil. e. Σ: μέλος codd. Theocriti: sc. ὦ Πάν) fr. 97. -
19 αὐτόχαρις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόχαρις
-
20 δροσόμελι
A = ἀερόμελι, Gal.6.739.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δροσόμελι
См. также в других словарях:
ιτός — ἰτός, ή, όν (Α) διαβατός, βατός, πορευτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ι τού ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. τος] … Dictionary of Greek
ἰτός — ibo masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτόν — ἰτός ibo masc acc sg ἰτός ibo neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμιάϊς — ϊτος, ὁ, Α ονομασία φυτού … Dictionary of Greek
υποκόμις — ιτος, ο, Ν (λόγιος τ.) βλ. υποκόμης … Dictionary of Greek
ἰτήν — ἰτός ibo fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτῶ — ἰτός ibo masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτώ — ἰτός ibo masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρόσιτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος 2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος μσν. αρχ. ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... εὐπροσίτως (Α) με ευπροσήγορο τρόπο … Dictionary of Greek
απειρέσιος — ἀπειρέσιος, α, ον κ. απερείσιος, α, ον (Α) 1. απεριόριστος, απέραντος 2. αναρίθμητος, πολύς 3. ανείπωτος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Και οι δύο τ. χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν μετρικές ανάγκες, ανάλογα με τη θέση της λ. στον στίχο. Ο παράλληλος … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek