Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μηλό-μελι

См. также в других словарях:

  • ομφακόμελι — ὀμφακόμελι, έλιτος, τὸ (Α) ποτό που παρασκευαζόταν από χυμό ξινών σταφυλιών και μέλι και είχε κατασταλτικές και αναψυκτικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμφαξ, ακος «άγουρο σταφύλι» + μέλι (πρβλ. κυδωνό μελι, μηλό μελι)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μελίμηλον — μελίμηλον, τὸ (ΑM) μσν. γλυκό μήλο, καρπός μηλιάς που έχει εμβολιαστεί σε κυδωνιά αρχ. 1. είδος πρώιμης απιδιάς και ο καρπός της 2. ηδύποτο που παρασκευαζόταν από καρπούς απιδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + μῆλον (πρβλ. γλυκύ μηλον, κιτρό μηλον)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»