-
1 μέταλλ'
μέταλλα, μέταλλονmine: neut nom /voc /acc pl -
2 μεταλλίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλίτης
-
3 μεταλλαγή
μεταλλ-ᾰγή, ἡ,A change, Epich.170.14, Hp.Aph.3.1 (pl.); ἡ μ. τῶν σκελέων alternation of the legs in walking, Id.Art.58; μ. τῆς ἡμέρης eclipse, Hdt.1.74; ἐν μεταλλαγᾷ πολυμηχάνου ἀνδρός by receiving a crafty man forthy master instead [of me], S.Ph. 1134;μεταλλαγαῖς εἰς ἄλληλα Pl.Ti. 61c
.2 c. gen. objecti, μ. πολέμου change from war, X.HG7.4.10, cf. E.HF 765, 766 (lyr.); μ. τοῦ βίου, i. e. death, Phld. Acad.Ind.p.93 M., Plu.2.101f; μ. alone, decease,ἡ τοῦ Καρνεάδου μ. Phld.
l. c., cf. D.S.18.9, D.C.57.4; βασιλέων μεταλλαγαί 'the Deaths of Kings', title of work by Anaximenes, Ath.12.531d; of Alexander the Great, Marm.Par.109.3 change for the worse, ruin,εἰς μ. ἀγαγεῖν Men.Pk.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλαγή
-
4 μεταλλακτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτέον
-
5 μεταλλακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτήρ
-
6 μεταλλακτός
μεταλλ-ακτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλακτός
-
7 μετάλλαξις
A = μεταλλαγή, X.Cyn.4.4, Poll.5.61, [Longin.] Rh.p.191 H. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάλλαξις
-
8 μετάλλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάλλατος
-
9 μεταλλάω
A search carefully, inquire diligently, ;οὐκέτι μέμνηται.., οὐδὲ μεταλλᾷ 15.23
.2 c. acc. pers., inquire of, question,σε.. οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il.1.553
, cf. Od.3.69, 16.287; but ἀντεφθέγξατο.. μετάλλασέν τέ νιν the voice sought him out, Pi.O.6.62.3 c. acc. objecti, inquire about, ask after,μή τι σὺ ταῦτα διείρεο μηδὲ μετάλλα Il.1.550
, cf. 5.516;ἕταροι δὲ κατέκταθεν, οὓς σὺ μεταλλᾷς 13.780
, cf. 10.125, Od.19.190;ἕκαστα μ. 14.128
, cf. 16.465: also with Preps.,μεταλλῆσαι.. ἀμφὶ πόσει 17.554
;ἀμφ' ἑτάροιο μ. τὰ ἕκαστα A.R.4.1471
;θεῶν πέρι τοῖα μ. APl.4.183
.4 c. dupl. acc., ask one about a thing, ask him a question,τοῦτο δέ τοι ἐρέω, ὅ μ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς Il.3.177
;ἔπος ἄλλο μ. καὶ ἐρέσθαι Νέστορα Od.3.243
. (Poet. word, also in late Prose, POxy. 237 vii 40 (ii A.D.), Them.Or.22.266c: expld. by Gramm. as search after other things ([etym.] μετὰ ἄλλα), Eust.148.10, etc., but this is very dub.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλάω
-
10 μεταλλεία
μεταλλ-εία, ἡ,A searching for metals and the like , mining, Pl.Criti. 114e, Lg. 842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in pl., concrete, mines, Id.3.2.3.4 metaph.,μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεία
-
11 μετάλλευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάλλευσις
-
12 μεταλλεύς
A = μεταλλευτής, Lys.Fr.89 S., Pl.Lg. 678d, IG2.3260b: in pl., Max.Tyr.6.2 (cj.), 17.2; title of plays by Pherecrates and Nicomachus.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεύς
-
13 μεταλλευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλευτής
-
14 μεταλλευτικός
A skilled in searching for metals: ἡ -κή (sc. τέχνη ) the art of mining, Arist.Pol. 1258b31, Oec. 1343a27;μ. ἐργασία PSI8.962B.
28 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλευτικός
-
15 μεταλλευτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλευτός
-
16 μεταλλεύω
A get by mining, ;χρυσοῖο γενέθλην D.P.1114
:—[voice] Pass., to be got by mining, of metals, Pl.Plt. 288d, Arist.Mete. 378a27, Pol. 1258b32.2abs., mine,οἱ μεταλλεύοντες Ph.Bel.99.13
, D.S.5.37, Luc. Cont.11; Λαμψακηνοῖς μ. work in mines for the L., Polyaen.2.1.26 (- ηνοί codd., i. e. condemn to labour in mines): c. acc. cogn.,πᾶν μεταλλεύων γνύθος Lyc.485
.3 carry on mining operations, of besiegers, D.S. 18.70: also c. acc. cogn.,μ. τὰς ὑπονόμους σήραγγας D.H.4.44
, cf. Polyaen.7.11.5.II = μεταλλάσσω, pervert,ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μ. νοῦν ἄκακον LXX Wi.4.12
:—[voice] Pass., to be converted, εἰς πάντα ib.16.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεύω
-
17 μεταλλεῖον
μεταλλ-εῖον, τό, in pl.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεῖον
-
18 μεταλλίζομαι
A to be condemned to hard labour in mines, Cod.Just.11.41.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλίζομαι
-
19 μεταλλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλικός
-
20 μέταλλον
Grammatical information: n.Meaning: `mine, quarry' (Hdt., Th., X., Att. inscr.), late also `mineral, metal' (Nonn., AP, backformation from μεταλλεύω).Derivatives: 1. μεταλλεῖα n. pl. `minerals, metals' (Pl. Lg. 678 d), substantiv. of *μεταλλεῖος `belonging to a mine'. 2. μεταλλικός `belonging to the mines' (D., Arist.). 3. μεταλλεύς m. `miner' (Lys., Pl. Lg., Att. inscr.; Boßhardt 60f.); from there, or from μέταλλον, 4. μεταλλεύω `be miner, work in the mines, dig up from quarries' (Pl., LXX, Arist.) with μεταλλ-εία (Pl., Str.), - ευσις (Ph. Bel.) `mining', - ευτής = μεταλλεύς (Str.; Fraenkel Nom. ag. 2, 63 f.), - ευτικός `belonging to mining' (Pl. Lg., Arist., pap.). 5. μεταλλίζομαι `be condemned to the mines' ( Cod. Just.). 6. μεταλλῖτις γῆ τις H. (Redard 108). -- On itself stands μεταλλάω `investigate, inquire, examine' (Il., late prose), cf. below.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical term for mining and as such suspect to be a loan. The attempt to explain μέταλλον from μεταλλάω as backformation (Eichhorn, De graecae linguae nominibus deriv. retrogr. conformatis. Diss. Göttingen 1912, S. 47 f.; rejected by Kretschmer Glotta 6, 299, but accepted by id. Glotta 32, 1 n. 1), does not help, as for the verb no convincing etymology has been found; the explanation from μετ' ἄλλα, prop. "(inquire) after other (things)", e.g. Buttmann Lexilogus 1, 139 f. (with Eust.), Kretschmer l.c., is hardly convincing. Much more probable is, to see in the denominative μεταλλάω an orig. tecnical term, which was by ep. poets used in metaph. sense, but further came out of use. -- For foreign origin a. o. Debrunner Eberts Reallex. 4: 2,525, Krahe Die Antike 15, 181, Kretschmer Glotta 31, 13; on Pre-Greek - αλλ- Beekes, FS Kortlandt. Vain IE a. Sem. interpretations in Bq. -- Lat. LW [loanword] metallum `mining, metal', from where NHG Metall etc.; on further derivv. in western and eastern languages Maidhof Glotta 10, 14 f.Page in Frisk: 2,216-217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέταλλον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέταλλ' — μέταλλα , μέταλλον mine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
μικρογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία 2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα») 3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση» (χημ. μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και… … Dictionary of Greek
SACRAMENTUM — I. SACRAMENTUM Latinis pecuniam quoque notat seu pignus a litigantibus, apud Pontifices, in sacro loco depositam, quô multabatur is, qui causâ cadebat. Similiter apud Athenienses Sacramentum deponebat, initiô litis, tum Actor, tum Reus; quorum is … Hofmann J. Lexicon universale
έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
ενανθρακωτικός — ή, ό (μεταλλ.) αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για ενανθράκωση (ενανθρακωτικά ή «ενανθρακωτικές ουσίες» ουσίες που, όταν θερμαίνονται σε επαφή με μέταλλο, αποσυντίθενται και διαχέουν μερικά από τα στοιχεία τους (κυρίως άνθρακα) πάνω στο… … Dictionary of Greek
εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
ημίσκληρος — η, ο 1. όχι εντελώς σκληρός («ημίσκληρος σίτος») 2. (μεταλλ.) χαρακτηρισμός ορισμένων χαλύβων με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + σκληρός με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek