-
21 μεταλλάσσω
μεταλλάσσω, [dialect] Att. [suff] μετάλλ-ττω, [tense] pf. μετήλλᾰχα and irreg. μετήλλᾰγα (v. infr.):—[voice] Pass., irreg. [tense] aor. 2 inf.Aμεταλλάγειν Supp.Epigr.3.674A24
(Rhodes, ii B. C.):—change, alter,θέσμια Hdt.1.59
;τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται.. μεταλλάσσουσι S.Fr.592.6
; πότμος.. μ. φύσιν ib.871.2;μεταβολὴν βίου μ. Pl.Lg. 775c
;οὐ γὰρ τὸν τρόπον, ἀλλὰ τὸν τόπον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
;μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει Ep.Rom.1.25
; ; τὰς τύχας ἑκατέρων μετήλλαξαν interchanged them, Isoc.4.59.II exchange,1 take in exchange, adopt, assume,ὀρνίθων μεταλλάξας φύσιν Ar.Av. 117
; μ. τόπον go into a new country, Pl.Lg. 760c;μ. χώραν ἑτέραν ἐξ ἑτέρας Id.Prm. 138c
;ἑτέραν μ. τινὰ χώραν Lycurg. 86
; μ. διάφορα βρώματα to have varieties of food, Antiph.246:— [voice] Med.,μεταλλάσσεσθαι χιτῶνα Lys.Fr.21
;τὴν τύχην Din.1.92
.2 exchange by leaving, quit,μ. τὸν βίον Isoc.6.17
, 9.15, OGI56.55 (Canopus, iii B. C.), UPZ19.14, al. (ii B. C.);τὸ ζῆν μ. νόσῳ Phld.Acad.Ind. p.96
M.: μ. alone, Pl.Ax. 367c, Sotion p.185 W., Abh.Berl.Akad. 1925(5).28 (Cyrene, i B. C. /i A. D.); οἱ μετηλλαχότες the dead, Pl.Ax. 369b, cf. Supp.Epigr.3.367.39 ([dialect] Boeot., ii B. C.), BGU1148.8 (i B. C.), etc.; [dialect] Dor.μεταλλαχώς Test.Epict.1.10
; μεταλλαγότων (sic) IG5(1).1433.37; also οἱ μεταλλάξαντες ib.22.1323.10;ἐξ ἀνθρώπων D.S. 18.56
(edict of Polyperchon, 319 B.C.).III intr., undergo a change, change, Epich.170.15, Hdt.2.77, E.Fr. 262, Arist.HA 578b10: with neut. Pron.,τοσοῦτο μετήλλαξε κατὰ τὸν βίον Phld.Acad.Ind. p.49
M.: c. gen., change from, Th.8.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλάσσω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μέταλλ' — μέταλλα , μέταλλον mine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
μικρογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρογραφία 2. αυτός που εκτελείται με μικρογραφία («μικρογραφική εικόνα») 3. φρ. α) «μικρογραφική ανάλυση» (χημ. μεταλλ.) η μελέτη τών μετάλλων και τών κραμάτων στο μικροσκόπιο, συμπεριλαμβανομένης και… … Dictionary of Greek
SACRAMENTUM — I. SACRAMENTUM Latinis pecuniam quoque notat seu pignus a litigantibus, apud Pontifices, in sacro loco depositam, quô multabatur is, qui causâ cadebat. Similiter apud Athenienses Sacramentum deponebat, initiô litis, tum Actor, tum Reus; quorum is … Hofmann J. Lexicon universale
έναυση — η (AM ἔναυσις) άναμμα, ανάφλεξη («πυρὸς ἔναυσιν ἀνθρώπους ἐδίδαξαν», Πλούτ.) νεοελλ. (μεταλλ.) η πρόκληση τής έκρηξης μιας εκρηκτικής ουσίας με έναυσμα … Dictionary of Greek
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
ενανθρακωτικός — ή, ό (μεταλλ.) αυτός που αναφέρεται ή είναι κατάλληλος για ενανθράκωση (ενανθρακωτικά ή «ενανθρακωτικές ουσίες» ουσίες που, όταν θερμαίνονται σε επαφή με μέταλλο, αποσυντίθενται και διαχέουν μερικά από τα στοιχεία τους (κυρίως άνθρακα) πάνω στο… … Dictionary of Greek
εξανθράκωση — Η κατεργασία απομάκρυνσης του άνθρακα από ένα μεταλλικό προϊόν που βρίσκεται σε κατάσταση στερεή ή σε μορφή τήγματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ε. σε στερεή κατάσταση είναι η βιομηχανική παρασκευή του ευήλατου ευρωπαϊκού χυτοσιδήρου, ενώ ε. σε… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
ημίσκληρος — η, ο 1. όχι εντελώς σκληρός («ημίσκληρος σίτος») 2. (μεταλλ.) χαρακτηρισμός ορισμένων χαλύβων με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + σκληρός με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek