Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μελαιν-άς

См. также в других словарях:

  • Μέλαιν' — Μέλαινα , Μελαίνα fem nom/voc sg Μέλαιναι , Μελαίνα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλαιν' — μέλαινα , μέλαινα fem nom/voc sg μέλαιναι , μέλαινα fem nom/voc pl μέλαινα , μέλας black fem nom/voc sg μέλαιναι , μέλας black fem nom/voc pl μέλαινε , μελαίνω blacken pres imperat act 2nd sg μέλαινε , μελαίνω blacken imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • RHEBAS qui et RHEBUS Valer — RHEBAS, qui et RHEBUS Valer Flacco, l. 4. v. 698. Rhebanus Orpheo, Rhebaeus Apollonio, fluv. Bithyniae ex Olympo monte oriens et in Euxinum mare apud Psillidem labens. De hoc Dionysius: Bithynia laeta quidem regio atque omni referta ubertate,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελαινάς — μελαινάς, άδος, ἡ (Α) είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. –άς] …   Dictionary of Greek

  • μελαινίς — μελαινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. η Μελαινίς προσωνυμία τής Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.) 2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που τό… …   Dictionary of Greek

  • μελαιναίος — μελαιναῑος, αίη, ον (Α) μέλας, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν τού μέλαινα + κατάλ. αῖος] …   Dictionary of Greek

  • μελαινενδυσία — μελαινενδυσία, ἡ (Μ) το ντύσιμο με μαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μελαινένδυτος < θ. μελαιν τού μέλαινα + ἐνδυτός] …   Dictionary of Greek

  • μιμάς — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους γίγαντες ο οποίος, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, αντιμετώπισε τον Δία. Ο Απολλώνιος αναφέρει ότι αντιμετώπισε τον Άρη. Οι θεοί έριξαν επάνω του ένα ψηλό βουνό, κάτω από το οποίο θάφτηκε, στη Μικρά Ασία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»