Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κελαινός

См. также в других словарях:

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • κελαινός — black masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινά — κελαινός black neut nom/voc/acc pl κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc/acc dual κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινῶν — κελαινός black fem gen pl κελαινός black masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινόν — κελαινός black masc acc sg κελαινός black neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναῖς — κελαινός black fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαιναί — κελαινός black fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτην — κελαινός black fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτοιο — κελαινός black masc/neut gen superl sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτάτου — κελαινός black masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελαινοτέρη — κελαινός black fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»