Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μείζονα

См. также в других словарях:

  • μείζονα — μέγας big neut nom/voc/acc comp pl μέγας big masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείζον' — μείζονα , μέγας big neut nom/voc/acc comp pl μείζονα , μέγας big masc/fem acc comp sg μείζονι , μέγας big dat comp sg μείζονε , μέγας big nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • болии — (болии1300) сравн. степ. 1.Больший по величине: и тако нали˫аша кандила вьсѩ. и избысѩ ѥго больша˫а часть. ЖФП XII, 53в; твоѥ чрѣво бѣ всѣхъ болѥ. СбТр XII/XIII, 15; аще и наводненьемь. или проданьемь. или проль˫аньемь рѣкы больши буде(т) нива.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βιολί — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (σολ, ρε, λα, μι),που κουρδίζονται κατά πέμπτες. Η προέλευσή του, όπως άλλωστε και όλων των οργάνων με τόξο, είναι αβέβαιη. Ίσως να προέρχεται απότο αραβικό ρεμπάμπ, που έγινε γνωστό στην… …   Dictionary of Greek

  • μείζων — ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, έρα, ον) 1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει 2. μεγαλύτερος …   Dictionary of Greek

  • μετατροπία — Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε …   Dictionary of Greek

  • Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… …   Dictionary of Greek

  • Dative case — The dative case (abbreviated dat, or sometimes d when it is a core argument) is a grammatical case generally used to indicate the noun to whom something is given, as in George gave Jamie a drink . In general, the dative marks the indirect object… …   Wikipedia

  • Anderssprachige Tonbezeichnung — Dieser Artikel gibt eine Übersicht über die Bezeichnungen der Stammtöne, der abgeleiteten Töne und der Tonarten in verschiedenen Sprachen. Bezeichnungen der Stammtöne deutsch: C D E F G A H [1] englisch: C D …   Deutsch Wikipedia

  • Anderssprachige Tonbezeichnungen — Dieser Artikel gibt eine Übersicht über die Bezeichnungen der Stammtöne, der abgeleiteten Töne und der Tonarten in verschiedenen Sprachen. Inhaltsverzeichnis 1 Bezeichnungen der Stammtöne 2 Bezeichnungen der erhöhten und erniedrigten Töne 3 …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»