Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μαχόμενος

См. также в других словарях:

  • μαχόμενος — μάχομαι fight pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιπποδάμας — Ἱπποδάμας, αντος, ὁ (Α) 1. γιος τού Αχελώου και τής Περιμήδης, αδελφός τού Ορέστη και πατέρας τής Ευρύτης 2. ένας από τους γιους τού Πριάμου 3. Αθηναίος στρατηγός που έπεσε μαχόμενος το 459 π.Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δάμας (< δάμνημι), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αδιάμαχος — η, ο [διαμάχη] 1. (για τόπο ή χώρα) αυτός από τον οποίο δεν πέρασε μαχόμενος στρατός, ο ουδέτερος 2. αδιαφιλονίκητος, αδιαμφισβήτητος …   Dictionary of Greek

  • αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …   Dictionary of Greek

  • κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… …   Dictionary of Greek

  • μαχομένως — (Α) με τρόπο πολεμικό, αγωνιστικά, εριστικά («ψευδῶς ἢ μαχομένως εἴρηται», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από μαχόμενος, μτχ. τού μάχομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • μορνάμενος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μαχόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού μαρνάμενος, μτχ. τού μάρναμαι*] …   Dictionary of Greek

  • προκινδυνεύω — ΝΑ [κινδυνεύω] αγωνίζομαι για κάτι αψηφώντας τον κίνδυνο (α. «πολίτου δ ἁγαθοῡ νομίζω προκινδυνεύειν ἐθέλειν τοῡ πλήθους», Ανδοκ. β. «προκινδυνεύειν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας», Λυσ.) αρχ. 1. εκτίθεμαι σε κίνδυνο αγωνιζόμενος στην πρώτη γραμμή τής μάχης …   Dictionary of Greek

  • προμάχομαι — Α [μάχομαι] 1. προμαχίζω* 2. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι μαχόμενος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»