Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μαχας

См. также в других словарях:

  • μαχᾶς — μαχᾶ̱ς , μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχας — μάχᾱς , μάχη battle fem acc pl μάχᾱς , μάχη battle fem gen sg (doric aeolic) μάχᾱς , μαχάω wish to fight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντομάχας — λεοντομάχας, ὁ (Α) λεοντομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μάχας (< μάχη), πρβλ. ενδο μάχας, νικο μάχας] …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • χειρομάχας — ὁ, Μ ο χειρομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάχας / μάχης (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο μάχας] …   Dictionary of Greek

  • ALLIUM — I. ALLIUM non minus ac cepe et porrum, inter Aegyptiorum olim Numina: de quibus sic Prudentius contra Symmachum l. 2. v. 465. Quadriviis brevioribus ire parati Vilia Niliacis venerantur oluscula in hortis, Porrum et cepe Deos imponcre nubibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακαμαντομάχας — ἀκαμαντομάχας και ἀκαμαντομάχης, ο (Α) ο ακάματος, ακούραστος στη μάχη «ἀκαμαντομάχαι Ζηνὸς υἱοὶ» (Πινδ. Πυθ. 4, 171). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + μάχας < μάχη] …   Dictionary of Greek

  • αναιδομάχας — ἀναιδομάχας, ο (Α) ο τολμηρός στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής + μάχας < μάχη] …   Dictionary of Greek

  • αντιτυγχάνω — ἀντιτυγχάνω (Α) 1. συναντώ κάποιον 2. επιτυγχάνω 3. φρ. «ἀντιτυγχάνω μάχας» φιλονικώ …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • κυδάγχας — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάχας λοιδορίας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το κυδάζω*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»