-
1 θούρος
-
2 θοῦρος
-
3 θοῦρος
-
4 θουρος
-
5 θοῦρος
A rushing, impetuous, furious, Hom. (only in Il.), as epith. of Ares, 15.127,al. (of the planet Mars, Doroth. ap. Heph.Astr.1.1); , cf. Fr. 199; ;ἀνὴρ Γαλάτης Eleg.Alex.Adesp.2.14
:—fem. [full] θοῦρις, ῐδος, ἡ, epith. of ἀλκή, Od.4.527, Il.7.164, al.; θ. ἀσπίς, prob. the shield with which one rushes to the fight, 11.32;αἰγίς 15.308
. -
6 θοῦρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θοῦρος
-
7 θοῦρος
-
8 θοῦρος
Grammatical information: adj.Meaning: `rushing, impetuous, furious' (Il.),Derivatives: θοῦρις, - ιδος f. (Hom., H.), θουράς (Nic., Lyc.; cf. Chantraine Formation 354f.); formal lengthening θούριος `id.' (trag.; Chantraine 37); also θουραῖος, θουρήεις a. o. (H.); denomin. ptc. pl. f. θουρῶσαι ( θουράω) with acc. `rushing towards' (Lyc. 85).Etymology: From *θόρ-Ϝος, either directly from the aorist θορεῖν or as transformation of an u-stems *θόρ-υ-ς (cf. μανός \< *μαν-Ϝ-ός, στενός \< *στεν-Ϝ-ός a. o.); s. Bechtel Lex. s. v. - Not to ἀθύρω (s. v.) (Persson Stud. 59); or to θύω (Ehrlich KZ 39, 571).Page in Frisk: 1,678Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θοῦρος
-
9 πολύ-θουρος
πολύ-θουρος, viel od. oft bespringend, geil, πόσιος ἐρωή, Opp. Cyn. 3, 516.
-
10 οἰκό-θουρος
οἰκό-θουρος, erkl. Hesych. οἰκουρὸς κύων, wahrscheinlich verderbt.
-
11 θουριος
-
12 θουρις
-
13 θούριος
θούριος, = ϑοῠρος; ὄρνις Aesch. Ag. 112; Ἄρης Soph. Ai. 606; Αἴας 211. 1192; ναυσὶ ϑουρίαις Eur. I. A. 238; λῆμα Ar. Equ. 757.
-
14 ἐγερσι-μάχας
ἐγερσι-μάχας, ϑοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).
-
15 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
16 εγερσιμαχας
-
17 θούροι
-
18 θοῦροι
-
19 θούρον
-
20 θοῦρον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… … Dictionary of Greek
θοῦρος — rushing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦροι — θοῦρος rushing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοῦρον — θοῦρος rushing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θούριος — Πολεμικό τραγούδι, εμβατήριο. Ονομάζεται και θούριο. Τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο ηρωικός στίχος και η ορμητική μελωδία. Ο θ. αποβλέπει στην αφύπνιση των συνειδήσεων και στην τόνωση του αγωνιστικού πάθους. Στη νεότερη ελληνική ιστορία… … Dictionary of Greek
θούρις — θοῡρις, ιδος, ἡ (Α) θούρος (στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς) α) «θούριδος ἀλκῆς» τής πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ. β) «θοῡρις ἀσπίς» η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θούρος*] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
πολύθουρος — ον, Α (για ζώο) αυτό που οχεύει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θοῦρος* «ορμητικός, επιθετικός» (< θρώσκω), πρβλ. αεί θουρος] … Dictionary of Greek
дурной — укр. дурний глупый, сумасшедший , блр. дурны, дурь ж. Родственно лит. su padùrmu бурно, стремительно , padùrmai стремительно , др. прусск. dūrai боязливо , греч. θοῦρος стремительный, напористый , θοῦρις ἀλκή бурная, неистовая сила ; см.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
HAEMUS — I. HAEMUS mons Thessaliam et Thraciam dividens, dictus ab Haemo, Boreae et Orithyiae fil. Huius vertice erat Martis domicilium. Claud. in Cons. Prob. et Olybr. Carm. 1. v. 120. Procubat borrendum Getico Gradivus in Haemo. Illa Statii proculdubio… … Hofmann J. Lexicon universale
αείθουρος — ἀείθουρος, ον (Α) ο αιώνια φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμοχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θοῡρος (= ορμητικός, επιθετικός] … Dictionary of Greek