Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐγερσῐ-χη

См. также в других словарях:

  • ηδυβόης — ἡδυβόης, δωρ. τ. ἁδυβόας, ὁ (Α) αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκύφθογγος, γλυκόλαλος («ἁδυβόᾳ... αὐλῶν πνεύματι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βοής (< βοή), πρβλ. εγερσι βόης, οξυ βόης] …   Dictionary of Greek

  • φθερσίβροτος — ον, Α φθισίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί βροτος)] …   Dictionary of Greek

  • χρεμψιθέατρος — ον, Α αυτός που αποχρέμπτεται μέσα στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) < χρέμπτομαι + θέατρος (< θέατρον), πρβλ. εγερσι θέατρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»