-
1 ἐγερσι-φαής
ἐγερσι-φαής, Feuer erweckend; λίϑος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).
-
2 ἐγερσι-βόητος
ἐγερσι-βόητος, ἀλέκτωρ, durch Geschrei erweckend, Nonn.
-
3 ἐγερσι-κύβηλις
ἐγερσι-κύβηλις, B. A. p. 330 als v. l. angeführt für ἀγερσι-κύβηλις, w. m. s.
-
4 ἐγερσι-μάχας
ἐγερσι-μάχας, ϑοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).
-
5 ἐγερσι-μάχη
ἐγερσι-μάχη, ϑεά, fem. zum Vor., Nic. 1 (VI, 122).
-
6 ἐγερσι-θέατρος
ἐγερσι-θέατρος, die Zuschauer im Theater erregend, Anth. (Plan. 361).
-
7 ἐγερσί-χορος
ἐγερσί-χορος, Βάκχος, Chöre erregend, Opp. C. 4, 236.
-
8 ἐγερσί-γελως
ἐγερσί-γελως, Λυαῖος, Lachen erregend Paul. Sil. 40 (XI, 60).
-
9 ἐγερσί-νοος
ἐγερσί-νοος, zsgz. - νους, geisterweckend, Nonn.
-
10 ἐγερσί-μοθος
ἐγερσί-μοθος, Kampf erregend; Opp. C. 1, 207; Nonn. D. 2, 169 u. öfter.
-
11 ἐγερσιμάχας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιμάχας
-
12 ἐγερσιβόης
A raising the cry, loud-voiced, IG3.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιβόης
-
13 ἐγερσίβροτος
ἐγερσῐ-βροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσίβροτος
-
14 ἐγερσιγέλως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιγέλως
-
15 ἐγερσιθέατρος
ἐγερσῐ-θέᾱτρος, ον,A exciting the theatre, APl.4.361.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιθέατρος
-
16 ἐγερσιμαχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιμαχέω
-
17 ἐγερσίμοθος
ἐγερσῐ-μοθος, ον,A = ἐγερσιμάχας Opp.C.1.207, Nonn.D.3.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσίμοθος
-
18 ἐγερσιφαής
ἐγερσῐ-φᾰής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσιφαής
-
19 ἐγερσίχορος
ἐγερσῐ-χορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγερσίχορος
-
20 ἐγερσιβόητος
ἐγερσι-βόητος, ἀλέκτωρ, durch Geschrei erweckend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηδυβόης — ἡδυβόης, δωρ. τ. ἁδυβόας, ὁ (Α) αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκύφθογγος, γλυκόλαλος («ἁδυβόᾳ... αὐλῶν πνεύματι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βοής (< βοή), πρβλ. εγερσι βόης, οξυ βόης] … Dictionary of Greek
φθερσίβροτος — ον, Α φθισίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*, < φθείρω + βροτός «θνητός» (πρβλ. ἐγερσί βροτος)] … Dictionary of Greek
χρεμψιθέατρος — ον, Α αυτός που αποχρέμπτεται μέσα στο θέατρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) < χρέμπτομαι + θέατρος (< θέατρον), πρβλ. εγερσι θέατρος] … Dictionary of Greek