Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λόχμην

См. также в других словарях:

  • λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμελιτώ — καταμελιτῶ, όω (Α) πλημμυρίζω κάτι με γλυκύτητα (α. «κατεμελίτωσε λόχμην ὅλην» πλημμύρισε τη λόχμη με τη γλύκα τού τραγουδιού του, Αριστοφ. β. «κατεμελίτωσε τὰς ἁπάντων ἀκοὰς διηγήματι» τούς μάγεψε όλους με τη γλυκιά του αφήγηση, Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • λέσπιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν οἱ δὲ λόχμην» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»