-
1 υπάρξεις
ὕπαρξιςexistence: fem nom /voc pl (attic epic)ὕπαρξιςexistence: fem nom /acc pl (attic)ὑπάρχωbegin: aor subj act 2nd sg (epic)ὑπάρχωbegin: fut ind act 2nd sg -
2 ὑπάρξεις
ὕπαρξιςexistence: fem nom /voc pl (attic epic)ὕπαρξιςexistence: fem nom /acc pl (attic)ὑπάρχωbegin: aor subj act 2nd sg (epic)ὑπάρχωbegin: fut ind act 2nd sg -
3 κενόω
A : [tense] aor. : [tense] pf.κεκένωκα App.BC 5.67
:—[voice] Pass., [tense] fut.κενωθήσομαι Gal.4.709
,κενεώσομαι Emp.16
: [tense] aor.ἐκενώθην Th.2.51
: [tense] pf.κεκένωμαι Hdt.4.123
, Hp.Morb.Sacr.9: ([etym.] κενός): — empty,πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers. 718
(troch.); l.c.: c. gen., empty of a thing,ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενῶσαι A.Supp. 660
, cf. E.Rh. 914 (lyr.); χέρας [δώρων] Id.Med.l.c.;τινὰ τᾶς συοπλουτοσύνας Cerc.4.13
; opp. πληροῦν τινά τινος, Pl.l.c., cf. R.560d:—[voice] Pass., to be emptied, made or left empty, S.OT29; ἐς τὸ κενούμενον into the space continually left empty, Th.2.76; οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ib.51: c.gen., τούτων κενεώσεται.. αἰών will be left without them, Emp.l.c.; κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων stripped of all things, Hdt.l.c.2 make a place empty by leaving it, desert it,βωμοῦ ἐσχάραν E.Andr. 1138
; λόχμην Id.Ba.l.c.:—[voice] Pass.,κενωθεισῶν τῶν νεῶν Th.8.57
.3 Medic., empty by depletion, opp. πληροῦν, Hp.Aph.2.51, cf. Aret.CA1.2, Gal.l.c.; τινα Phld.Lib.p.30 O.; carry off,αἷμα Luc.Ocyp.93
;ἐκ τοῦ σώματος χολήν Gal.Nat.Fac.1.13
:—[voice] Pass., τὰ κενούμενα evacuations, Id.6.78, Antyll. ap. Stob.4.37.27.4 empty out, pour away,φάρμακον Iamb.Bab.7
: metaph., πλοῦτον f.l. in Ph.1.119:—[voice] Pass.,τοῦ λαοῦ κενωθέντος D.S.24.1
; make away with,θανάτου βάρος Cypr. Fr.1.6
.6 in [voice] Pass., waste away, shrivel, Thphr.HP7.4.3, 9.14.3.II metaph., make empty,ἑαυτόν Ep.Phil.2.7
; make void or of no effect,καύχημα 1 Ep.Cor.9.15
;ὑπάρξεις Vett.Val.90.7
:—[voice] Pass., to be or become so, Ep.Rom.4.14. -
4 ἐπίσαθρος
ἐπίσαθρος, ον,A infirm, τὰς ὑπάρξεις ἐ. καὶ ἐπικινδύνους ποιεῖν Vett. Val.90.3: [comp] Sup., Hsch.s.v. ἐπικηρότατοι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσαθρος
-
5 κτῆμα
κτῆμα, ατος, τό (s. prec. entry; Hom.+)① that which is acquired or possessed, gener. of any kind (Menand., Dyscolus 156). πᾶν κ. D 13:7. Pl. possessions (PRyl 28, 182; 76, 11; Jos., Ant. 14, 157) τὰ κτήματα καὶ αἱ ὑπάρξεις Ac 2:45. Beside fields and houses of movable property, furniture Hs 1:9. ἔχειν κτ. πολλά Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Diog., Ep. 38, 5, a rich youth follows Diogenes διανείμας τὴν οὐσίαν. Porphyr., Vi. Plotini 7: Rogatianus the senator gives away πᾶσα κτῆσις and becomes a Cynic).② landed property, field, piece of ground, in later usage κ. came to be restricted to this mng. (since Demosth. 18, 41; Menand., Dyscolus 40, 328, 737; Plut., Crass. 543 [1, 5]; Herodian 2, 6, 3; PTebt 5, 52; 120, 9; BGU 530, 21; Pr 23:10; 31:16; Philo, Spec. Leg. 2, 116; Jos., Bell. 4, 574) Ac 5:1 (=χωρίον vs. 3).—B. 769. Renehan 75, 127. DELG s.v. κτάομαι 4. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ὑπάρξεις — ὕπαρξις existence fem nom/voc pl (attic epic) ὕπαρξις existence fem nom/acc pl (attic) ὑπάρχω begin aor subj act 2nd sg (epic) ὑπάρχω begin fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
κενταυρόμορφος — κενταυρόμορφος, ον (Α) (για τη μονοφυσιτική δοξασία) αυτός που έχει μορφή κενταύρου, αυτός που συνδυάζει δύο ατελείς υπάρξεις σε ένα πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικό μορφος, ζωό μορφος] … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
ύπαρξη — η / ὕπαρξις, άρξεως, ΝΜΑ [ὑπάρχω] η κατάσταση τού υπαρκτού, το να υπάρχει κανείς, υπόσταση, οντότητα («ὕπαρξις ἢ ἀνυπαρξία», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο ίδιος ο άνθρωπος («είναι μια δυστυχισμένη ύπαρξη») 3. (φιλοσ.) α) το Είναι… … Dictionary of Greek
Γιάσπερς, Καρλ — (Karl Jaspers, Όλντενμπουργκ 1883 – 1969). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχοπαθολόγος. Έφτασε στη φιλοσοφία από την ιατρική και την ψυχοπαθολογία, με την οποία ασχολήθηκε σε δύο έργα: Γενική ψυχοπαθολογία (1913) και Ψυχολογία τωνκοσμοθεωριών (1919).… … Dictionary of Greek
Θεοτοκάς, Γεώργιος — (Κωνσταντινούπολη 1906 – Αθήνα 1966). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά, άσκησε τη δικηγορία από το 1930, πήγε εθελοντής στον πόλεμο του 1940, διηύθυνε το Εθνικό Θέατρο (γενικός διευθυντής 1945 46 και 1950 52, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου 1964… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ινδική φιλοσοφία — Η φιλοσοφία που αναπτύχθηκε στην Ινδία. Κεντρικό πρόβλημα της ι.φ. είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον κύκλο της ζωής και των αναγεννήσεων –σαμσάρα– που συνδέεται με το κάρμα, δηλαδή τον καρπό των πράξεων που συντελέστηκαν σε προηγούμενες… … Dictionary of Greek