-
1 λόχμην
λόχμηthicket: fem acc sg (attic epic ionic) -
2 κατα-μελιτόω
κατα-μελιτόω, eigtl. mit Honig versüßen; übertr., οἷον κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην, mit honigsüßem Gesange das Gebüsch erfüllen, Ar. Av. 224; ähnl. Synes. u. a. Sp.
-
3 κενόω
κενόω, ion. κεινόω, ausleeren, leer machen, Ggstz πληρόω, Plat. Phil. 35 e; ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε Eur. Ion 447; von der Pest, ὑφ' οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. O. R. 29; vgl. Aesch. Suppl. 646; τινός, τί τῶνδε τῶν δώρων σὰς κενοῖς χέρας Eur. Med. 959; τούτων κενώσαντες τὴν ψυχήν, hiervon die Seele entblößend, leer machend, Plat. Rep. VIII, 560 d; Conv. 197 c; κεκενῶσϑαι τὸν ὀφϑαλμόν Poll. 4, 188; πολλαὶ οἰκίαι ἐκενώϑησαν ἀπορίᾳ τοῦ ϑεραπεύσαντος, sie starben aus, Thuc. 2, 51; – leer machen, verlassen, λόχμην κενώσας ἔνϑ' ἐκρυπτόμην δέμας Eur. Bacch. 730; – ausschütten, erschöpfen, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος Archi. 1 (V, 58). – Pass. nichtig, unnütz gemacht werden, vereitelt werden, N. T.
-
4 ἐπ-ῴζω
ἐπ-ῴζω, = ἐπῳάζω, Ar. Av. 266 οὕπ οψ, ὡς ἔοι κε, ἐς τὴν λόχμην ἐμβὰς ἐπῷζε, nach dem Schol. ἐπῴζειν ἐστὶ τὸ ἐπὶ τοῖς ᾠοῖς καϑεζόμενα τὰ ὄρνεα κράζειν, also glucken, wie die Hühner, wenn sie Eier legen u. brüten, vgl. Cratin. bei Ath. IX, 373 e u. Epicharm. D. L. 3, 16, Moeris p. 196; – klagen über Etwas, Aesch. fr. 149 bei Hesych. Νιόβη τέκνοις ἐπῷζε τοῖς τεϑ νηκόσιν, wo Andere ἐπώζω schreiben, o wehe rufen.
-
5 καταμελιτοω
-
6 κενοω
ион. κεινόω1) делать пустым, опорожнять(τὸ ἀγγεῖον Arst.)
τὸ κενούμενον Thuc. — выкапываемая яма2) опустошать(πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.)
λοιμός, ὑφ΄ οὖ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. — чума, которой опустошается град Кадмов3) отнимать, лишать(τέν πόλιν ἀνδρῶν Aesch.; χέρας δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT.)
κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. — когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны4) оставлять, покидать(βωμόν, λόχμην Eur.)
5) удалять, извлекать(αἷμα Luc.)
6) (из)расходовать(πᾶν βέλος εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT.)
7) сводить к нулю, подавлять(τι NT.)
; pass. становиться тщетным -
7 κρυπτω
1) закрывать, покрывать, прикрывать(κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.)
; pass. прикрываться(ὑπ΄ ἀσπίδι Hom.)
2) скрывать, укрывать, прятать(τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ΄ εἵματος Eur.; τέν ἀληθινέν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT.)
σύ μ΄ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ΄ ἄλσος Soph. — уведи меня с дороги и скрой в роще;λόχμην κενώσας, ἔνθ΄ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. — покинув рощу, где мы скрывались;pass. — скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.):κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. — погружаться во что-л.;κεκρυμμένη νάπη Soph. — укрытая долина3) хоронить, погребать(γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.)
4) скрывать, утаивать(οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT.)
τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. — одно сказать, а другое утаить;φάρμακα κεκρυμμένα Eur. — тайные снадобья -
8 λοχμη
ἥ1) заросли, чаща(πυκινή Hom.)
2) логовоοὐ γὰρ ἄν ποτε τρέφειν δύναιτ΄ ἂν μία λ. κλέιπτα δύο погов. Arph. — одному дому не прокормить двух воров
3) густые волосы(λόχμην πολλέν φορεῖν Arph.)
-
9 καταμελιτόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμελιτόω
-
10 κενόω
A : [tense] aor. : [tense] pf.κεκένωκα App.BC 5.67
:—[voice] Pass., [tense] fut.κενωθήσομαι Gal.4.709
,κενεώσομαι Emp.16
: [tense] aor.ἐκενώθην Th.2.51
: [tense] pf.κεκένωμαι Hdt.4.123
, Hp.Morb.Sacr.9: ([etym.] κενός): — empty,πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers. 718
(troch.); l.c.: c. gen., empty of a thing,ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενῶσαι A.Supp. 660
, cf. E.Rh. 914 (lyr.); χέρας [δώρων] Id.Med.l.c.;τινὰ τᾶς συοπλουτοσύνας Cerc.4.13
; opp. πληροῦν τινά τινος, Pl.l.c., cf. R.560d:—[voice] Pass., to be emptied, made or left empty, S.OT29; ἐς τὸ κενούμενον into the space continually left empty, Th.2.76; οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ib.51: c.gen., τούτων κενεώσεται.. αἰών will be left without them, Emp.l.c.; κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων stripped of all things, Hdt.l.c.2 make a place empty by leaving it, desert it,βωμοῦ ἐσχάραν E.Andr. 1138
; λόχμην Id.Ba.l.c.:—[voice] Pass.,κενωθεισῶν τῶν νεῶν Th.8.57
.3 Medic., empty by depletion, opp. πληροῦν, Hp.Aph.2.51, cf. Aret.CA1.2, Gal.l.c.; τινα Phld.Lib.p.30 O.; carry off,αἷμα Luc.Ocyp.93
;ἐκ τοῦ σώματος χολήν Gal.Nat.Fac.1.13
:—[voice] Pass., τὰ κενούμενα evacuations, Id.6.78, Antyll. ap. Stob.4.37.27.4 empty out, pour away,φάρμακον Iamb.Bab.7
: metaph., πλοῦτον f.l. in Ph.1.119:—[voice] Pass.,τοῦ λαοῦ κενωθέντος D.S.24.1
; make away with,θανάτου βάρος Cypr. Fr.1.6
.6 in [voice] Pass., waste away, shrivel, Thphr.HP7.4.3, 9.14.3.II metaph., make empty,ἑαυτόν Ep.Phil.2.7
; make void or of no effect,καύχημα 1 Ep.Cor.9.15
;ὑπάρξεις Vett.Val.90.7
:—[voice] Pass., to be or become so, Ep.Rom.4.14. -
11 λέσπιν
λέσπιν· μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην, Hsch. -
12 καταμελιτόω
κατα-μελιτόω, eigtl. mit Honig versüßen; übertr., οἷον κατεμελίτωσε τὴν λόχμην ὅλην, mit honigsüßem Gesange das Gebüsch erfüllen -
13 ἑλεσπίδας
Grammatical information: acc. pl.Meaning: of πίσεα, perh.`marsh-lands, swamp lands' A. R. 1, 1266.Other forms: A. R. 1, 1266Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The analysis in ἕλος `swamp' and a root noun *σπίς (*ἑλε[σ]-σπίδ-), which would be cognate with σπίδιος, ἀσπιδής and even with ἀσπίς (s. vv.), is morphologically far from convincing. Bechtel Lex. s. ἀσπίς, Schwyzer 507, W.-Hofmann s. spatium. - Unclear remains the connection with the glosse λέσπιν μεγάλην, ὑδρηλήν. Δίδυμος την καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δε την νοτεράν. ἄλλοι δε σπίδα (leg. λέσπιδα?) βαθεῖαν. οἱ δε λόχμην H. See Taillardat, REGr 73, 1960, 13Page in Frisk: 1,490Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑλεσπίδας
См. также в других словарях:
λόχμην — λόχμη thicket fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμελιτώ — καταμελιτῶ, όω (Α) πλημμυρίζω κάτι με γλυκύτητα (α. «κατεμελίτωσε λόχμην ὅλην» πλημμύρισε τη λόχμη με τη γλύκα τού τραγουδιού του, Αριστοφ. β. «κατεμελίτωσε τὰς ἁπάντων ἀκοὰς διηγήματι» τούς μάγεψε όλους με τη γλυκιά του αφήγηση, Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λέσπιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν οἱ δὲ λόχμην» … Dictionary of Greek