-
1 λοπάω
A let the bark peel off, of trees which lose their bark on the return of the sap in spring, Thphr.HP3.5.1, 5.1.1, etc.II of fig-trees, rot at the root, Id.CP5.9.9. -
2 λοπητός
λοπ-ητός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοπητός
-
3 λοπίδιον
A ([place name] Delos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λοπίδιον
-
4 λοπίζω
A peel off the bark (with v.l. λεπίζω, which Phot. condemns), in [voice] Pass., Thphr.HP3.13.1,4; cf. λοπίξαι· λαμπρῦναι ἢ λεπιδῶσαι, Hsch.:—the word occurs in broken context, POxy. 218Fr.(b)3. -
5 λόπιμος
λόπ-ιμος, ον,A easily stripped, of nuts which have a skin and not a shell, Nic.Fr.76, Sor. ap. Gal.12.420, cf. Gal.6.621, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόπιμος
-
6 λόπισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λόπισμα
-
7 λοπίς
-
8 λοπός
II of a hide, λ. δέρματος the outer part of a split piece of leather, opp. αὐτὸ τὸ δέρμα, Hp.Art.33, cf. 38. -
9 λοιπάς
-
10 λοφνίς
λοφνίς, - ίδοςGrammatical information: f.Derivatives: λοφνίδια λαμπάδια H.; also λοφνία f. `id.' (Anon. ap. Ath. 15, 699 d; Kaibel λοφνίδα); cf. Scheller Oxytonierung 56.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Formation in - ίς or - ία from *λόφνος, - νη. Because of the description in Ath. την ἐκ τοῦ φλοιοῦ ( τῆς ἀμπέλου) λαμπάδα prob. with Bq a. o. from *λοπ-σν-ο-, -ᾱ to λέπω `peel', λοπός `shell, bark'; the σν-suffix also in λύχνος with comparable meaning (cf. Schwyzer 327); possible but rather improbable. - After Osthoff MU 6, 64 to λάμπω (with Lith. lópe `torch, light' a. o.), s. v.; by WP. 2, 383 rightly rejected.Page in Frisk: 2,139Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λοφνίς
См. также в других словарях:
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
λοφνίς — λοφνίς, ίδος, ἡ (Α) δάδα από φλοιό δένδρου και ιδίως από κλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λοφνίς, λοφνία εμφανίζουν επίθημα ίς, ία και ανάγονται σε *λόφνος (πιβ. < *λόπ σν ο, που συνδέεται με λέπω «ξεφλουδίζω», λοπός «φλοιός» και εμφανίζει επίθημα σν ο,… … Dictionary of Greek
Ταρίμ — Ποταμός της βορειοδυτικής Κίνας, στη Σινκιάνγκ Ουιγούρ. Σχηματίζεται στα Ν του Ακσού (Ακσού Κόνα Σαχρ) από τη συμβολή του Γιαρκάντ, μεγαλύτερου πηγαίου κλάδου του, μήκους 800 χλμ., που πηγάζει από τα όρη Καρακόραμ, με τον Ακσού, που κατεβαίνει… … Dictionary of Greek