Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λιμναίᾳ

См. также в других словарях:

  • Λιμναία — Λιμναίᾱ , Λιμναίη fem nom/voc/acc dual Λιμναίᾱ , Λιμναίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμναίᾳ — Λιμναίᾱͅ , Λιμναίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναία — (Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4 6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5 7 σπείρες. Ο πόδας …   Dictionary of Greek

  • Λιμναῖα — Λιμναῖον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναῖα — λιμναῖον neut nom/voc/acc pl λιμναῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναία — λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc/acc dual λιμναί̱ᾱ , λιμναῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίᾳ — λιμναί̱ᾱͅ , λιμναῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιμναίας — Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem acc pl Λιμναίᾱς , Λιμναίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπαλχάς — Λιμναία λεκάνη (17.400 τ. χλμ.) του Καζακστάν. Κατά ένα μέρος είναι αλμυρή και τεκτονικής προέλευσης, έχει σχήμα μεγάλου τόξου, η καμπύλη του οποίου αρχίζει από νοτιοδυτικά, όπου φτάνει στο μεγαλύτερο πλάτος της (80 χλμ.) και προχωρεί προς… …   Dictionary of Greek

  • Λιμναίαν — Λιμναίᾱν , Λιμναίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιμναίος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Λ. ήταν ονομαστός ασκητής και υπήρξε μαθητής των αγίων Θαλάσσιου και Μάρωνα. Η μνήμη του τιμάται στις 22 Φεβρουαρίου. * * * α, ο (Α λιμναῑος, αία, ον, ποιητ. θηλ. λιμνάς, άδος) [λίμνη] 1. αυτός που ανήκει,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»