Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χερσαῖοι

См. также в других словарях:

  • χερσαῖοι — χερσαῖος from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • τρίπηχυς — υ, ΜΑ ο τρίπηχος (α. «τρίπηχυς ὕπερος», Ησίοδ. β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῆχυς (πρβλ. δίπηχυς)] …   Dictionary of Greek

  • αποδημητικοί οργανισμοί — Οργανισμοί που μετακινούνται εποχιακά από μία περιοχή σε κάποια άλλη, είτε για να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν είτε για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα …   Dictionary of Greek

  • ζυγομύκητες — Ομάδα μυκήτων, στην οποία περιλαμβάνονται οι πιο εξελιγμένοι από τους κατώτερους μύκητες. Οι περισσότεροι είναι χερσαίοι και σαπροφυτικοί. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο σχηματισμός των ζυγοσπορίων μέσω εγγενούς αναπαραγωγής. Στους ζ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»