-
1 ληΐη
-
2 ληιη
-
3 ληΐη
-
4 ληίη
λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc sg (epic ionic)ληίηbooty: fem nom /voc sg (epic ionic) -
5 λεία
Grammatical information: f.Meaning: `spoils, esp. of plundered cattle, of war, of hunting', also `cattle, herd' (cf. Edgerton AmJPh 46, 177f.).Other forms: (Att.), Ion. ληΐη, Dor. (Pi. O. 10, 44) λᾳα f.; besides ληΐς (Dor. λαΐς), - ίδος f. (Il.)Compounds: Compp., e. g. λε-ηλατέω `drive away loot, esp. cattle' (Hdt., S., E., X.; after βο-, ἱππ-ηλατέω etc. from βο-, ἱππ-ηλά-της) with λεηλασ-ία, - ίη (X., A. R.), - άτησις (Aen. Tact.); ἀγε-λείη f. surn. of Athena `who drives on loot, provides' (Il.).Derivatives: ληϊάς f. `the seized, captured' (Υ 193, A. R.); ληϊ̃τις f. ' ἀγελείη' (K 460; after the nom. in - ῖτις), 'ληϊάς' (A. R., Lyc.); ληΐδιος `belonging to the loot, captured' (AP, APl.). Denominat. verb ληΐζομαι, λεΐζομαι `make spoils, plunder' (Il.) with several nouns: 1. ληϊστός, λεϊστός `to be caried off as booty' (I 406, 408; Ammann Μνήμης χάριν 1, 14); 2. ληϊστύς f. `making booty, plundering `(Hdt. 5, 6; Porzig Satzinhalte 182); 3. *ληισμός in λῃ(ι)σμαδία αἰχμάλωτος, λεληισμένη H. - 4. ληϊστήρ, λῃστήρ m. `plunderer, pirate', f. λῄστειρα (Ael.), λῃστρίς (D., Herod.), with λῃστρικός `plundering' (IA.; cf. λῃστ-ικός below), λῃστή-ριον, Dor. λᾳσ- `gang of robbers,...nest, robbery' (Att., Cret.), λᾳστήριοι pl. `pirate' (hell. poetry); 5. ληΐστωρ, λῄσ- `id.' (ο 427); 6. ληϊστής, λῃσ-, λᾳσ- `id.' (IA.) with λῃστικός (often interchanged with λῃστρικός), λῃστεύω `rob, plunder' with λῃστεία `robbery' (Att.). Attempt to distinguish ληΐστωρ from ληϊστήρ, λῃστεία from ληϊστύς semantically by Benveniste Noms d'agent 30, 37, 69.Etymology: The abstract λεία, ληΐη from *λᾱϜ-ία and the ιδ-derivation ληΐς from *λᾱϜ-ίδ- which stands beside it (not with Bechtel Lex. 215 after Fraenkel old ī-stem because of ληϊ̃τις, s. v.) can go back either on a noun *λᾱϜ(-ο)- v. t. or directly on a verb, which with zero-grade is supposed in ἀπο-λαύω; s. v., and Pok. 655. S. further λᾱρός and λήϊον.Page in Frisk: 2,96Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λεία
-
6 λεία
λεία, ἡ, ion. ληΐη u. ληΐς, die m. s., Beute, bes. erbeutetes Vieh, geraubte Menschen; λείας ἀπαρχὴν βοῦς Soph. Trach. 758, u. ä. ἐφϑαρμένας εὑρίσκομεν λείας ἁπάσας, das geraubte Vieh, Ai. 26, vgl. 54, u. Δαναῶν βοτὰ καὶ λείαν verbunden, 145; von Menschen, ἀγόμεϑα λεία σὺν τέκνῳ, Eur. proad. 610; Thuc. vrbdt καὶ ἀνϑρώπους καὶ λείαν λαβόντες, 2, 94; λείαν ἄγειν, Xen. Cyr. 5, 3, 1 u. Sp., πολλῇ λείᾳ ϑρεμμάτων καὶ ἀνδραπόδων περιτυχών, Plut. Coriol. 13. – Das Beutemachen, Beute in allgemeinerer Bdtg, ἐπὶ λείαν ἐκπορεύσονταί τινες, es werden Einige auf Beute ausziehen, Xen. An. 5, 1, 8, u. A., auch im plur., Xen. Hell. 1, 2, 5; Pol. 4, 9, 10. – Sprichwörtlich war Μυσῶν λεία, von allem durchaus Preisgegebenen, Dem. 18, 72; Arist. rhet. 1, 12; vgl. Harpocr. u. Zenob. 5, 15.
-
7 λεια
Iион. ληΐη, дор. λαία ἥ1) добыча, награбленное(ἐπὴ λείαν ἐξιέναι Xen.; λείας φέρειν Plut.)
χώραν λείαν ποιεῖσθαι Thuc. — грабить (разорять) страну;Μυσῶν λ. погов. Dem., Arst. — захваченная у (беззащитных) мисийцев добыча, т.е. легкая добыча2) награбленный скот Soph., Xen.3) захваченные в плен, пленникиἀγόμεθα λ. σὺν τέκνῳ Eur. — меня с сыном (Астианактом) уводят в плен
4) грабежIIἥ каменотесный инструмент Soph. -
8 ληίην
λείαtool for smoothing stone: fem acc sg (epic ionic)ληίηbooty: fem acc sg (epic ionic) -
9 ληίης
λείαtool for smoothing stone: fem gen sg (epic ionic)ληίηbooty: fem gen sg (epic ionic) -
10 λήι'
λήιαι, λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc pl (ionic)λήια, λήιονstanding crop: neut nom /voc /acc plλήιαι, ληίηbooty: fem nom /voc pl -
11 λεία
II v. λαιαί.------------------------------------A booty, plunder, freq. in Hdt. (v. infr.), etc. (Hom. and Hes. always use ληΐς); esp. of cattle, opp. ἄνθρωποι, Pi.l.c., Th.2.94 (v. infr. 4);λείας ἀπαρχὴν βοῦς S.Tr. 761
, cf. Aj.54, 145 (anap.): pl., ἐφθαρμένας εὑρίσκομεν λείας ἁπάσας ib.26; rarely of persons,ἀγόμεθα λεία E.Tr. 614
; prey of hunters, Id.Rh. 326: generally, booty, Th.8.3, X.HG1.2.4, 1.3.2; τοὺς λοιποὺς ληΐην θέσθαι give them up as plunder, Hdt.4.202; λείαν ποιεῖσθαι τὴν χώραν, = λεηλατεῖν τὴν χώραν, Th.8.41;λείαν ἄγειν X.Cyr.5.3.1
;ἐπὶ λείαν ἐκπορεύσονται Id.An.5.1.8
, etc.;κατὰ ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
: pl.,διεσκεδασμένοι κατὰ τὰς ἰδίας λείας X.HG1.2.5
: prov., Μυσῶν λεία, of anything that may be plundered with impunity, Stratt.35, D.18.72, Arist.Rh. 1372b33.4 flocks and herds, cattle,ἀπογραφὴ λείας PHib.1.33.2
(iii B.C.), cf. PPetr.3p.279 (iii B.C.), BGU 1012 (ii B.C.), D.S.19.21, 97;ἀτέλεια τῆς λ. OGI748.9
(Cyzic., iii B.C.). (Lit. the people's property, cf. Lat. populari 'plunder'.)
См. также в других словарях:
ληίη — ληΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. λεία (Ι) … Dictionary of Greek
ληίη — λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (epic ionic) ληίη booty fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Пеонийский язык — Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н … Википедия
Пейонский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии … Википедия
Пенийский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии … Википедия
ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… … Dictionary of Greek
λήιον — λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α) 1. αθέριστοι καρποί τού αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.) 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον… … Dictionary of Greek
λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… … Dictionary of Greek
ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] … Dictionary of Greek
ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… … Dictionary of Greek
ληίην — λεία tool for smoothing stone fem acc sg (epic ionic) ληίη booty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)