-
1 λεπτό-γραφος
λεπτό-γραφος, fein, klein geschrieben, βιβλία Luc. vit. auct. 23.
-
2 λεπτόγραφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεπτόγραφος
-
3 λεπτόγραφος
λεπτό-γραφος, fein, klein geschrieben -
4 ῥάμφος
Grammatical information: n.Meaning: `(hooked) birdbeak' (com., Call., Plu.).Other forms: Further ῥαμψόν καμπύλον, βλαισόν; ῥαμψὰ γόνατα βλαισὰ γόνατα, τὸ δε αὑτὸ καὶ ῥαιβά H.; (after γαμψός a.o?); cf. Specht Ursprung 200 w. lit., Stang Symb. Oslo. 23, 47.Compounds: λεπτό-ραμφος `having a thin beak' (Paul. Aeg.).Derivatives: ῥαμφή f. `crooked knife' (Plb., H.). From ῥάμφος: ῥάμφ-ιον n. dimin. (sch.), - ίς, - ίδος f. `crooked clasp' (Hero), also = νεὼς εἶδος H. (cf. κορωνίς), - ιος = πελεκανός (Cyran.), - ώδης `beak-like' (Philostr.), - ησταί ἰχθῦς ποιοί H. (Strömberg Fischnamen 43), - άζομαι `to poke with the beak' (H., Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Beside ῥάμφος, ῥαμφή (cf. e.g. γράφος: γραφή) stands with regular full grade ῥέμφος τό στόμα, η ῥίς H. With ῥαμφ- cf. καμπ-, γναμπ-, κραμβ- a.o., for the anlaut also ῥαιβός. No direct agreement. Phonetically comparable, semant. combinable ῥέμβομαι `turn round, roam' (s.v.) with ῥόμβος `(magic) wheel'. Furher one compared Germ., MLG wrimpen `turn up one's nose', wramp-achtich `curled, crooked'; so IE *u̯remb(h)-. Cf. ῥάβδος, ῥέμβομαι; also ῥομφαία. -- The variation β\/ψ prob. points to a Pre-Greek word, which is also prob. seen the a-vocalism.Page in Frisk: 2,641-642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥάμφος
См. также в других словарях:
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek
φωνογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την εγγραφή, την αποτύπωση και την αναπαραγωγή του ήχου. Ο φ. υπήρξε εφεύρεση του Αμερικανού Θωμά Έντισον (1877) και είναι η πρώτη συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Στους πρώτους φ., εγγραφή γινόταν με… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
ραπιδογράφος — ο, και ραπιντογκράφ, το, Ν τύπος γραμμοσύρτη στυλογράφου, χρησιμοποιούμενος κυρίως στην εκτέλεση τεχνικών σχεδίων, με ενσωματωμένη αποθήκη μελανιού στο στέλεχός του, ο οποίος καταλήγει σε λεπτό σωλήνα με μεταλλική τρίχα εσωτερικά, από όπου ρέει… … Dictionary of Greek
σεισμογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για να καταγράφει την ώρα, τη διάρκεια, το εύρος και τα κύρια χαρακτηριστικά των κινήσεων ενός σημείου του γήινου φλοιού κατά τους σεισμούς. Είναι συσκευές, που βασίζονται στην αρχή της αδράνειας μαζών. Διατηρούνται σε … Dictionary of Greek