Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαχανο-πώλης

См. также в других словарях:

  • ιματιοπώλης — ο (Α ἱματιοπώλης και θηλ. ίματιοπῶλις, ιδος) πωλητής ιματίων, πωλητής ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιμάτιον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. λαχανο πώλης, μυρο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • ιτριοπώλης — ἰτριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής ιτρίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο πώλης, παγο πώλης] …   Dictionary of Greek

  • λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»