Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαχανάριον

См. также в других словарях:

  • λαχανάριον — λαχανάριον, τὸ (Α) μικρό λάχανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + κατάλ. άριον* (< λατ. κατάλ. arium)] …   Dictionary of Greek

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»