-
1 λαμπτήρες
-
2 λαμπτῆρες
-
3 ламповый
лампов||ыйприл τής λάμπας (для ламп)/ μέ λαμπτήρες (с лампами):\ламповыйое стекло τό γυαλί τής λάμπας· \ламповый приемник радио ὁ δέκτης μέ λαμπτήρες· \ламповый усилитель ἐνισχυτής μέ λαμπτήρες. -
4 λαμπτήρ
λαμπτήρ, ῆρος, ὁ, Leuchter; in der ältesten Zeit eine Art Feuergeschirr, auf welches man dürres Holz u. Kiehn häufte u. zur Erleuchtung des Gemaches anzündete, Od. 18, 306. 343. 19, 63; vgl. Hesych. Später Leuchter, von B. A. 50 von λυχνοῦχος u. φανός unterschieden, als χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν ἢ ξύλινον λαμπάδιον ὅμοιον, ἔχον ϑρυαλλίδα. So Eur. I. A. 34, σὺ δὲ λαμπτῆρος φάος ἀμπετάσας δέλτον γράφεις. Bei Xen. Conv. 5, 2 dasselbe, was §. 9 λύχνος heißt; auch Fackel, Sp., wie bei Aesch. Ag. 23 λ. νυκτός das Fackelzeichen ist. Bei Empedocl. 276 Laterne, s. ἀμουργός, u. vgl. Arist. H. A. 4, 5. – Uebertr., ἕσπεροι λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, von den Sternen, Soph. Ai. 279; ἡλίου λαμπτῆρες Eur. Rhes. 60 u. sp. D.
-
5 λαμπτηρ
- ῆρος ὅ1) светец ( подставка для смолистых лучин), светильник Hom.2) факел Aesch. etc.3) светоч, светилоἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. — вечерние светочи, т.е. звезды
4) сияние, луч(ἡλίου λαμπτῆρες Eur.)
5) лампа, фонарь Eur., Xen., Arst. etc. -
6 λαμπτήρ
A stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.18.307 sq., 343, 19.63; ὦ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of a beacon-fire, A.Ag.22; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, S.Aj. 286;ἡλίου λαμπτῆρες E.Rh.60
.b epith. of Dionysus, Paus.7.27.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπτήρ
-
7 ΑἼΘω
ΑἼΘω, nur praes. u. impf., brennen, Hom. αἰϑομένας δαΐδας Od. 1, 428. 434. 7, 101, λαμπτῆρσι αἰϑομένοισιν Od. 18, 343, αἰϑόμενον δαλόν Iliad. 13, 320, αἰϑομένοις ἱεροῖσιν Iliad. 11, 775 Od. 12, 362, ἄστεος αἰϑομένοιο Iliad. 21, 523, πυρὸς αἰϑομένοιο Iliad. 6, 182. 8, 563. 10, 246. 11, 596. 13, 673. 14, 396. 16, 81. 18, 1. 22, 150 Od. 11, 220. 19, 39. 20, 25, πυρὸς αἰϑομένου Iliad. 22, 135, αἰϑόμενον πῠρ Iliad. 16, 293. Aristarch behauptete, daß in der Verbdg mit πῦρ die passive (mediale) Form αἰϑόμενος activen Sinn habe, Aristonic. Iliad. 16, 81 πυρὸς αἰϑομένοιο: ἡ διπλῆ, ὅτι παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ, αἰϑομένοιο ἀντὶ τοῦ αἴϑοντος, vgl. Friedlaend. Ariston. 2 f. – Act., αἴϑειν πῠρ Her. 4, 145; – Aesch. Ag. 1410, δαλόν Ch. 599; ἱερά Soph. Phil. 1022; λαμπάδας Rhes. 95; – σέλας Rhian. 4 (XII, 93); – λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, sie brannten nicht mehr, Soph. Ai. 279; – φλὸξ αἴϑουσα Pind. Ol. 7, 48. – Pass., αἰϑόμενον πῠρ Pind. Ol. 1, 1; πεύκης σίλας αἴϑεται Eur. Tr. 2984 πᾶσα ἡ χώρα αἴϑεσϑαι ἐδόκει, schien in Flammen zu stehen, Xen. An. 6. 3, 19. Uebertr. ἔρωτι αἴϑεσϑαι Xen. Cyr. 5, 1, 15; Theocr. 7, 102; Ap. Rh. δίψαν αἰϑομένην 4, 1418, τραύματος αἰϑομένοιο 4, 600.
-
8 ἐκ-τυφλόω
ἐκ-τυφλόω, ganz blind machen, blenden; Her. 9, 93; Ar. Plut. 309; Xen. Equ. 10, 2; λαμπτῆρες ἐκτυφλωϑέντες σκότῳ Aesch. Ch. 529.
-
9 ἕσπερος
ἕσπερος, ὁ, auch ἡ, Ap. Rh. 4, 1290, vgl. ἑσπέρα, der Abend ( vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλϑεῖν, μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλϑε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας φάος Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; ἕσπερος ϑεός, der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.
-
10 αιθω
(только praes. и impf.)1) зажигать, воспламенять(πῦρ Her., Aesch.; λαμπάδας Eur.; перен. χόλον Anth.)
; pass. гореть Hom., Pind., Her.αἰθέσθω πῦρ Eur. — пусть разведут огонь;
2) сжигать(ἱερὰ θεοῖς Soph.)
3) гореть, пылать(αἴθουσσα φλόξ Pind.)
λαμπτῆρες οὐκέτ΄ ᾖθον Soph. — светильники уже не горели -
11 αναιθω
(только praes. и impf. ἀνῇθον)1) зажигать, разводить(πῦρ Eur.)
2) зажигаться, загораться(ἀνῇθον λαμπτῆρες Aesch.)
-
12 εκτυφλοω
1) лишать зрения, ослеплять(τινα Batr., Arph., Xen.; ὅ ἐκτετυφλωμένος Κύκλωψ Plut.)
2) затемнять, помрачать(ἐκτυφλωθέντες σκότω λαμπτῆρες Aesch.)
-
13 угли
мн. (угольные электроды для дуговых ламп) τα ηλεκτρόδια του άνθρακα (για λαμπτήρες τόξου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > угли
-
14 αἴθω
A light up, kindle, Hdt.4.145, A.Ag. 1435;θεοῖς ἱερά S.Ph. 1033
;λαμπάδας E.Rh.95
;δάφναν Theoc.2.24
, etc.;πυρά E.Rh.41
,78, 823: metaph.,σέλας ὄμμασιν αἴθει AP12.93
(Rhian.); χόλον αἶθες ib.5.299 (Paul. Sil.).2 rarely intr., burn, blaze, Pi.O.7.48;λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖθον S.Aj. 286
.3 [voice] Pass., [full] αἴθομαι, burn, blaze, Hom. always in part.,πυρὸς μένος αἰθομένοιο Il. 6.182
, cf. 8.563;αἰ. δαλός 13.320
;δαΐδες Od.7.101
, cf. Pi. O.1.1, Pae. 6.97, E.Hipp. 1279, etc.; after Hom. in other moods, αἴθεται κάλλιστα [τὰ ὀστέα] Hdt.4.61;αἰθέσθω δὲ πῦρ E.IA 1470
;δώματ' αἴθεσθαι δοκῶν Id.Ba. 624
, cf. X.An.6.3.19: metaph.,ἔρωτι αἴθεσθαι X.Cyr.5.1.16
, cf. AP12.83 (Mel.); αἴθετο.. ἔρως ([dialect] Ep. [tense] impf.) burnt fiercely, A.R. 3.296. (Cf. Lat. aestas, aestus: the weak form of the root appears in ἰθαίνεσθαι, cf. Skt. inddhé 'kindles'.) -
15 γοβρίαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γοβρίαι
-
16 ἀναίθω
A light up, set on fire, E.Cyc. 331;τὸν Ἅλιον αὐτόν Mosch.1.23
:—[voice] Pass., to be inflamed, Opp.C.2.188: metaph. of anger, Max. Tyr.24.9. -
17 ἐκτυφλόω
A make quite blind,τινά Batr.238
, Hdt.4.2,9.93, X.Eq. 10.2, Ar.Pl. 301, etc.;ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπή Antiph.195.4
: abs.,κονιορτὸς ἐκτυφλῶν Ar.Fr.569.2
:—[voice] Pass., λαμπτῆρες ἐκτυφλωθέντες σκότῳ (expl. by σβεσθέντες in Sch.) A.Ch. 536: metaph., Philostr. VA4.36; of buds destroyed by hail, Id.Her.2.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτυφλόω
-
18 λαμπτήρ
λαμπτήρ, ῆρος, ὁ, Leuchter; in der ältesten Zeit eine Art Feuergeschirr, auf welches man dürres Holz u. Kiehn häufte u. zur Erleuchtung des Gemaches anzündete. Später Leuchter; Fackel; νυκτός, das Fackelzeichen; Laterne. Übertr., ἕσπεροι λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, von den Sternen -
19 ἀμοργ-ίς
ἀμοργ-ίς etc.Meaning: kind of dress (Cratin. fr. 96)Other forms: λαμπτῆρες ἀμοργούς (Emp. fr. 84), perhaps lanterns clothed in muslin (cf. Lat. lintea lanterna pl. Bacch. 446).Derivatives: Adj. ἀμόργινος used of χιτών etc. (Com., Aeschin.), cf. ἀμόργεια χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Άμοργοῦντος Suid. - Unclear ἀμοργίς, - ίδος f. `stalks of mallow, Malva silvestris' (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? -Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The name of the island may have been used to designate clothes, cf. jersey, jeans etc. Cf. Taillardat, Images section 262.Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀμοργ-ίς
-
20 γράβιον
Grammatical information: n.Origin: SUX [probably of Pre-Greek origin] Eur.Etymology: From an (Illyr.?) word for `beech, oak', * grabu, seen in Umbr. Grabovius, surname of Iupiter; the word is found in ModGr. γράβος (Epirus), γάβρος (Arcadia). Further to Russ. grab etc., and OPr. wosi-grabis. S. Vasmer Russ. et. Wb. s. v., Georgakas ByzZ 41, 361f., Porzig Gliederung 148. Rejected by Garbini, Studi Pisani I 391ff. Also Restelli, Studi Pisani II 820. Cf. κράββατος. - Fur. 169 compares γοβρίαι φανοί, λαμπτῆρες H, which cannot be ignored; he concludes that the word is a non-IE substratum word perh. from the Balkans.Page in Frisk: 1,323Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γράβιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαμπτῆρες — λαμπτήρ stand masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… … Dictionary of Greek
ανταύγαστρο — το [ανταυγάζω] ανταυγαστικός καθρέφτης (προσαρμόζεται σε λαμπτήρες ή χρησιμοποιείται για τον φωτισμό δρόμων ή υπόγειων διόδων κατά τη νύχτα) … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
λαμπα(ν)τέρ — το φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… … Dictionary of Greek
νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πεντάφωτος — η, ο / πεντάφωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες μσν. μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… … Dictionary of Greek
στεφανύαλος — η, Ν (χημ. τεχνολ.) ο κοινότερος τύπος γυαλιού ο οποίος χρησιμοποιείται σε υαλοπίνακες παραθύρων, φιάλες, δίσκους και ηλεκτρικούς λαμπτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + ύαλος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γερμ. Kronglas και μαρτυρείται από το 1861 στον … Dictionary of Greek