Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λαμπτῆρες

См. также в других словарях:

  • λαμπτῆρες — λαμπτήρ stand masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • ανταύγαστρο — το [ανταυγάζω] ανταυγαστικός καθρέφτης (προσαρμόζεται σε λαμπτήρες ή χρησιμοποιείται για τον φωτισμό δρόμων ή υπόγειων διόδων κατά τη νύχτα) …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπα(ν)τέρ — το φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μυάγρα — η (Α μυάγρα και ιων. τ. μυάγρη) παγίδα με την οποία πιάνονται οι ποντικοί, ποντικοπαγίδα, φάκα νεοελλ. ναυτ. φωτιστική συσκευή αποτελούμενη από τρεις λαμπτήρες οι οποίοι ρίχνουν φως μόνο προς τα πίσω αρχ. 1. το φυτό ασπάραγος ο πετραίος 2. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πεντάφωτος — η, ο / πεντάφωτος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πέντε φώτα, δηλ. πέντε λαμπτήρες ή λυχνίες μσν. μτφ. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που φωτίζεται από πέντε πηγές, που παίρνει πληροφορίες από πέντε πηγές, δηλαδή από τις πέντε αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινός — ή, ό / σκοτεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν φωτίζεται, που βρίσκεται στο σκοτάδι ή που έχει σκοτάδι (α. «ως πλόκαμοι μπορούν να μάς τραβήξουν τα κύματα στης θάλασσας τα σκοτεινά τα βάθη», Παλαμ. β. «νυκτὸς ἅρμ ἐπείγεται σκοτεινόν», Αισχύλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • στεφανύαλος — η, Ν (χημ. τεχνολ.) ο κοινότερος τύπος γυαλιού ο οποίος χρησιμοποιείται σε υαλοπίνακες παραθύρων, φιάλες, δίσκους και ηλεκτρικούς λαμπτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + ύαλος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γερμ. Kronglas και μαρτυρείται από το 1861 στον …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»