-
1 λαμβάνει
λαμβάνωa: pres ind mp 2nd sgλαμβάνωa: pres ind act 3rd sg -
2 λαμβάνω
a take upἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.18
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
λαβὼν δ' ἕν[α] φῶ[τ]α πεδά.ς[ (supp. Lobel: sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 20. met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας. assumed O. 6.57 μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν win O. 8.6 ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες won O. 10.22 [οἴκοθεν μάτευε. ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαβες γλυκύ τι γαρυέμεν ( ἔλαχες Bergk e Σ.) N. 3.31]κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα Pae. 6.130
b fall upon, seize “ αἷμά οἱ κείναν λάβε σὺν Δαναοῖς εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς, ὃς ἔλαβεν αἶψα, τηλόθε μεταμαιόμενος, δαφοινὸν ἄγραν ποσίν N. 3.81
met., ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει strikes O. 1.81 Ὑμέναιον, ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον λτ;Μοῖραγτ; σύμπρωτον λάβεν whom Death? seized Θρ. 3. 8.c take (to mind)καὶ παλαισμάτων λάβε φροντίδ N. 10.22
τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 3. -
3 λαμβάνω
A , al. (Milet., iv/iii B. C.), 5597.11 (Ephesus, iii B. C.), corrupted to λάμψομαι in Mss. of Hdt.1.199; [dialect] Dor.[tense] fut.[ per.] 2sg.λαψῇ Epich.34.2
, Theoc.1.4,10, inf.λαμψεῖσθαι PSI9.1091.19
; Hellenisticλήμψομαι PPar.14.47
(ii B. C.), CIG4224c (add.) ([place name] Telmessus), 4244 ([place name] Tlos), al.: [tense] aor. 2 ἔλᾰβον, [dialect] Ep.ἔλλᾰβον Il.24.170
, etc.; [dialect] Ion. Iterat. , Hdt.4.78, 130; imper.λαβέ Il.1.407
, etc.; written λάβε in [voice] Med. Ms. of A.Eu. 130, but λαβέ [dialect] Att.acc. to Hdn. Gr.1.431: [tense] pf. , Ar.Ra. 591 (lyr.), etc. (dub.in Archil. 143); [dialect] Ion., [dialect] Dor., Arc.λελάβηκα Hdt.4.79
, IG42(1).121.68 (Epid., iv B. C.), 5(2).6.14 (Tegea, iv B. C.), also Eup.426; inf.λελαβήκειν IG 42(1).121.59
(Epid.), PSI9.1091.7: [tense] plpf.εἰλήφειν Th.2.88
, [dialect] Ion.[ per.] 3sg. λελαβήκεε v.l. in Hdt.3.42 ( κατα-); [dialect] Dor. [tense] pf. subj. [ per.] 3sg. ([etym.] παρ-) ([place name] Crete):—[voice] Med., [tense] aor. 2 ἐλαβόμην, [dialect] Ep. ἐλλ-, Od. 5.325, etc.; [dialect] Ep. redupl.λελαβέσθαι 4.388
:—[voice] Pass., [tense] fut.ληφθήσομαι S.Ph.68
, Th.6.91,κατα-λελήψομαι Aristid.Or.54p.677D.
: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ion. (Milet., v B. C.), ( κατ-) GDI5532.7 ([place name] Zeleia),ἐλάμφθην Hdt.2.89
, 6.92, 7.239 (- λάφθ- by erasure in cod. B); Hellenisticἐλήμφθην IG14.1320
, Ev.Marc. 16.19 (ἀν-); [dialect] Dor.ἐλάφθην Archim.Aren.1.13
: [tense] pf.εἴλημμαι D.24.49
, Ar.Pl. 455; but in Trag.usu. λέλημμαι, A.Ag. 876, E. Ion 1113, IA 363 (troch.), Cyc. 433, cf. Ar.Ec. 1090 ( δια-); so later προ-λέληπτε (sic) Supp.Epigr.2.769 ([place name] Dura); [dialect] Ion. λέλαμμαι ( ἀπο-) Hdt.9.51, ( δια-) 3.117; inf.ἀνα-λελάφθαι Hp.Off.11
(acc. to many codd., Hsch.and Erot., - λελάμφθαι vulg.); [dialect] Ion.[ per.] 3pl.λελήφαται An.Ox.1.268
; [dialect] Dor. [tense] pf.imper.λελάφθω Archim. Con.Sph.3
, al.:—in the [tense] fut., [tense] aor. [voice] Pass., and [tense] pf. [voice] Pass. the a is short by nature in [dialect] Ion., prob. long in [dialect] Dor. and in Doricized Hellenistic forms such asλαμψοῦνται Test.Epict.5.14
,λάμψεσθαι IG5(1).1390.67
(Andania, i B. C.); it is marked long in [dialect] Aeol.λᾱμψεται Alc.Supp.5.9
:—of these tenses Hom. uses only [tense] aor. [voice] Act., and [tense] aor.[voice] Med. twice (v. supr.); the Homeric [tense] pres. is λάζομαι. —The word has two main senses, one (more active) take; the other (more passive) receive:I take,1 take hold of, grasp, seize,μάστιγα καὶ ἡνία Od.6.81
: freq. with χειρί or χερσί added,χειρὶ χεῖρα λαβόντες Il.21.286
;χερμάδιον λάβε χειρί 5.302
;χείρεσσι λαβὼν περιμήκεα κοντόν Od.9.487
;ἐν χείρεσσι λάβ' ἡνία Il.8.116
;ἐν χεροῖν λ. S.OT 913
;διὰ χερῶν λαβών Id.Ant. 916
; ;ἐν ἀγκάλαις A.Supp. 481
, etc.; of an eagle,λ. ἄγραν ποσίν Pi.N.3.81
: c.acc. of the thing seized,λ. γούνατα Il.24.465
; but also c. acc. of whole, gen. of part seized, τὴν πτέρυγος λάβεν caught her by the wing, 2.316; ;γούνων λαβὼν κούρην Od. 6.142
;λ. τινὰ τῆς ζώνης X.An.1.6.10
, etc.: sts. c. gen. only, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσί they took hold of one another with their arms, Il.23.711:—freq. in [voice] Med., v. infr. B.b take by violence, carry off as prize or booty, Il.5.273, 8.191, Hdt.4.130, S.Ph.68 ([voice] Pass.), 1431, etc.; capture a city, Plb.1.24.11, 3.61.8;ἐκ πόλιος.. ἀλόχους καὶ κτήματα Od.9.41
; of lions,λαβὼν κρατεροῖσιν ὀδοῦσιν Il.11.114
;ἵνα δαῖτα λάβῃσιν 24.43
; of an eagle, 17.678; of a dolphin, 21.24.c λ. δίκην take, exact punishment, Lys.1.29,34, Isoc.4.181; , etc. (rarely for δοῦναι δίκην, v.infr.11.1 e);λ. τιμωρίαν D.18.280
.2 of passions, feelings, etc., seize,μένος ἔλλαβε θυμόν Il.23.468
;Ἀτρεΐωνα.. χόλος λάβεν 1.387
; ;τὸν δὲ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 24.170
, al.;δὴν δέ μιν ἀμφασίη ἐπέων λάβε Od.4.704
;τοὺς Ἀθηναίους θάρσος ἔλαβε Th.2.92
;ἄχος X.Cyr. 5.5.6
; ; ἐπειδὴ καιρὸς ἐλάμβανε when the occasion came to them, i.e. occurred, Th.2.34, D.C.44.19; of fevers and sudden illnesses, attack, Hp.Morb.1.19, Th.2.49, Ar.Ec. 417, etc. (cf. λάζομαι, λῆψις):—[voice] Pass., λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ [νόσου], S.Tr. 446, Hdt.1.138;ἔρωτι X.Cyr.6.1.31
, etc. (reversely of the person, λ. θυμόν, etc., v. infr.11.3).b of a deity, seize, possess, τινα Hdt.4.79:—[voice] Pass.,τῇ Ῥέᾳ λαμβάνονται Luc.Nigr.37
.c of darkness, etc., occupy, possess, .3 catch, overtake, as an enemy, Il.5.159, 11.106, 126, etc.;λ. τινὰ στείχοντα θύραζε Od.9.418
;ζῶντες ἐλάμφθησαν Hdt.9.119
; simply, find, come upon, S.OT 1031, E. Ion 1339.4 catch, find out, detect, Hdt.2.89 ([voice] Pass.); ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι; A.Pr. 196;τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λ. S.OT 266
: freq. c. part., κἂν λάβῃς ἐψευσμένον ib. 461;κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar.V. 759
;λ. τινὰ ψευδόμενον Pl.R. 389d
;τοῦτον ὑβρίζοντα λαβόντες D.21.97
: with Adj.,ὅπως μὴ λήψομαί σε προπετῆ Men.Epit. 570
:—[voice] Pass.,δρῶσ' ἐλήφθης S.Tr. 808
; ; ;ἐλήφθη μοιχός Lys.13.66
: in good sense, .5 λ. τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι bind him by.., Hdt.3.74;ἀραῖον λαβεῖν τινα S.OT 276
codd.6 c. dupl. acc., take as, λαβὼν πρόβλημα σαυτοῦ παῖδα τόνδ' Id.Ph. 1007; ξυμπαραστάτην λ. τινά ib. 675;τοὺς Ἕλληνας λ. συναγωνιζομένους Isoc.5.86
.7 τὴν Ἴδην λαβὼν ἐς ἀριστερὴν χεῖρα taking, keeping Ida to your left (nisi leg. λαβών, ἐς ..) Hdt.7.42;ἐν δεξιᾷ λ. τὴν Σικελίαν Th.7.1
; λ. τὸ στρατόπεδον κατὰ νώτου take in rear, i.e. be behind, Hdt.1.75; cf.ἀπείργω 11.2
, ἔχω (A) A.1.7.8 λ. Ἑλληνίδα ἐσθῆτα assume it, Id.4.78, cf. 2.37;λ. ζυγόν Pi.P.2.93
.9 apprehend by the senses,ὄμμασιν θέαν S. Ph. 537
, cf. 656; πρόσφθεγμά τινος ib. 234;ὁρᾶται, ἢ ἄλλῃ τινὶ αἰσθήσει λαμβάνεται Pl.R. 524d
.b apprehend with the mind, understand,φρενὶ λ. τὸν λόγον Hdt.9.10
;νόῳ Id.3.41
;τῇ διανοίᾳ Pl. Prm. 143a
;λ. ἐν ταῖς γνώμαις βεβαίως X.Cyr.3.3.51
;ἐν νῷ Plb.2.35.6
: abs.,λ. τὴν ἀλήθειαν Antipho 1.6
;μνήμην παρὰ τῆς φήμης λ. Lys.2.3
, cf. Pl.Phdr. 246d, etc.c with Adv. added, take, i.e. understand in a certain manner,ταύτῃ ταῦτα ἐλάμβανον Hdt.7.142
;λάβετε [τοὺς λόγους] μὴ πολεμίως Th.4.17
; τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον took it more seriously, Id.6.27, cf. 61;ὀρθῶς λ. τὸν φιλοκερδῆ Pl.Hipparch. 227c
; λ. τι οὕτω, ὧδε, Arist.SE 174b27, Rh.Al. 1423a4;ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονὸς λ. Plu.Alc.18
: with παρά c.acc., λαμβάνω σε παρὰ βουκόλον .. PMag.Par.1.2434:—[voice] Pass., τρίτου καθεστῶσαι ἐπὶ πρώτου λαμβάνονται are used for the first person, A.D.Pron.78.22; with ἐς, εἰ ἐς κόρην λαμβάνοιτο be taken for a girl, Philostr.Im.2.32: less freq. c. dupl. acc., ὡς μεθυστικὰς λ. [τὰς ἁρμονίας] Arist.Pol. 1342b25, cf. S.E.P.1.179;τῆς νίκης ἆθλον τὴν ὑπεροχὴν τῆς πολιτείας λ. Arist.Pol. 1296a31
;τοῦτο λ. γιγνόμενον Id.Mete. 346a7
; alsoλ. περί τινος τί ἐστι Id.EN 1142a32
, cf. 1140a24, al.: also c. inf.,λ. τι εἶναί τι Id.Mete. 389a29
, al.: with a relat. clause, οὕτω δεῖ λαμβάνειν, ἀλλ' οὐχ ὅτι .. Id.Metaph. 1053a27, cf. Str.2.5.1;εἰλήφθω ὁ ἄδικος ποσαχῶς λέγεται Arist.EN 1129a31
: in bad sense,πρὸς δέους λ. τι Plu.Flam.7
;πρὸς ἀτιμίας Id.Cic.13
;λ. δι' οἴκτου E. Supp. 194
; but also ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ λ. receive as a favour, Plb.1.31.6.d in Logic, assume, take for granted,ἅπαν ζῷον λαμβάνει ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον Arist.APr. 46b6
; λ. τὰς περὶ ἕκαστον ἀρχάς ib. 53a2, etc.:—[voice] Pass., τὰ ἐξ ἀρχῆς ληφθέντα ib. 26b30; αἱ εἰλημμέναι προτάσεις ib. 33a15, cf. Phld.Rh.2.46 S., Sign.35, Oec.p.5 J., S.E.P.2.89.e take, i.e. determine, estimate,τὴν ξυμμέτρησιν τῶν κλιμάκων Th.3.20
;ἐντεῦθεν τὸ μέγεθος τῶν ἁμαρτημάτων Lycurg.66
;τὴν τιμωρίαν ποθεινοτέραν λ. Th.2.42
.10 take in hand, undertake (cf. ληπτέον) , λ. τι ἐπὶ τὸ σωφρονέστερον, opp. συνταχύνειν, Hdt.3.71; μηδένα πόνον λαβόντες without taking any trouble, Id.7.24;παλαισμάτων λ. φροντίδα Pi.N.10.22
.11 take in, hold, τὸ στρατόπεδον πεζοὺς λ. περὶ τετρακισχιλίους Plb.3.107.10.12 part. λαβών freq. seems pleonastic, but adds dramatic effect, λαβὼν κύσε χεῖρα took and kissed, Od.24.398, cf. Il.21.36: so in Trag. and Com., τί μ' οὐ λαβὼν ἔκτεινας; S.OT 1391, cf. 641;τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβών Cratin.141
, etc.b ingressive of ἔχων ( ἔχω (A) A.1.6),ἑτάρους τε λ. καὶ νῆα.. ἦλθον Od. 15.269
, cf. S.Tr. 259.II receive,1 have given one, get, receive, prop. of things (AB 106),ἄποινα Il.6.427
;τὰ πρῶτα 23.275
; , v. infr.e;παρὰ βασιλέος δῶρα Hdt.8.10
, cf. Ar. Eq. 439;πρός τινος S.El.12
, etc.;ἀπὸ τῶν συκοφαντῶν X.Mem.2.9.4
; gain, win,κλέος Od.1.298
, S.Ph. 1347, etc.;ἀρετάν Pi.O.8.6
;κόσμον Id.N.3.31
codd. (v.l. ἔλαχες Sch.); , etc.; πρὸς τὸ μνηστεύεσθαι λ. ἡλικίαν attain.., Isoc.10.39;λ. νόστον E.IT 1016
, etc.;λ. τὴν ἀρχὴν τῆς θαλάττης Isoc.5.61
; ; ; ; : also in bad sense,λ. ὀνείδη S.OT 1494
;συμφοράν E.Med.43
; (lyr.); γέλωτα μωρίαν τε incur.., Id. Ion 600;αἰτίαν ἀπό τινος Th.2.18
, etc.:—for λ. θυμόν, etc., v. supr.1.2 et infr. 3.b receive hospitably, Od.7.255, cf. S.OC 284 ([etym.] ἔλαβες τὸν ἱκέτην ἐχέγγυον) which approaches this sense; καλῶς λ. τινά treat well, BGU843.10 (i/ii A. D.).c receive in marriage, Hdt.1.199, 9.108, E.Fr.953.27, X. HG4.1.14, Isoc.10.39, PEleph.1.2 (iv B. C.), Men.Pk. 436; τοῖς λαμβάνουσιν ἐξ αὐτῶν, i.e. those who married their daughters, SIG1044.14 (Halic., iv/iii B. C.); also of the father taking a daughter-in-law,τῷ υἱῷ λ. τινά Men.Pk. 447
.e λ. δίκην receive, i.e. suffer, punishment, Hdt.1.115; τὴν ἀξίην λ. get one's deserts, Id.7.39; ;λ. ζημίας D.11.11
.f λ. ὅρκον receive an oath, Arist. Rh. 1377a8;λ. πιστά X.An.3.2.5
, al.; λ. λόγον demand an account, τινος for a thing, παρά τινος from a person, Id.Cyr.1.4.3, D.8.47.h receive as produce, profit, etc.,οἶνον ἐκ τοῦ χωρίου Ar.Nu. 1123
; [χρήματα] ἐκ τῆς ἀρχῆς Pl.R. 347b
; λ. ἑκατὸν τῆς δραχμῆς, ὀβολοῦ, purchase for.., Ar. Pax 1263, Ra. 1235, cf. Nu. 1395; πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; X.Smp.2.4.i λ. πεῖράν τινος, v. πεῖρα.3 of persons conceiving feelings and the like , λ. θυμόν take heart, Od. 10.461: freq. in periphrasis, λ. φόβον, = φοβεῖσθαι, S.OC 729; αἰδῶ λ., = αἰδεῖσθαι, Id.Aj. 345; λ. ὀργήν, = ὀργίζεσθαι, E.Supp. 1050: so generally λ. ἀρχήν, = ἄρχεσθαι, Id.IA 1124; λ. ὕψος, ἐπίδοσιν, αὔξησιν, = ὑψοῦσθαι, ἐπιδιδόναι, αὐξάνεσθαι, Th.1.91, Isoc.4.10, Arist.GA 732b5, etc.;λ. κακόν τι Ar.Nu. 1310
; λ. νόσον take a disease, Pl.R. 610d; λ. μορφήν, τέλος, etc., Arist.GA 762a13, 744a21, etc.; αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις λαμβάνουσαι receiving battlements, having battlements added, Th.4.69, cf. 115.4 c. inf., receive permission to.., SIG996.6 (Smyrna, i A. D.).B [voice] Med., take hold of, lay hold on, c. gen., [ σχεδίης] Od.5.325; τῆς κεφαλῆς, τῶν γουνάτων, Hdt.4.64, 9.76; , etc.;τοῦ βωμοῦ And.1.126
, etc.: c. dupl.gen.,μου λαβόμενος τῆς χειρός Pl. Chrm. 153b
.2 seize and keep hold of, obtain possession of, ; καιροῦ λαβόμενος seizing the opportunity, Is.2.28;λ. ἀληθείας Pl.Plt. 309d
: rarely c. acc.,τόν.. λελαβέσθαι Od.4.388
.3 lay hands upon, χαλεπῶς λαμβάνεσθαί τινος lay rough hands on him, deal hardly with him, Hdt.2.121. δ.4 of place, λ. τῶν ὀρῶν take to the mountains, Th.3.24, cf. 106; Δήλου λαβόμεναι (sc. αἱ νῆες) reaching Delos, Id.8.80.6 λαβέσθαι ἑαυτοῦ check oneself, Hld.2.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμβάνω
-
4 ἄναλκις
1 cowardlyὁ μέγας κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (“potius ad O. 1.81 referendum” Snell.) ?fr. 342. -
5 κίνδυνος
κίνδῡνος (-ος, -ῳ, -ον.)1 dangerὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.16
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
κίνδυνος fr. 6f. ]κινδυν[ Πα. 12. e. 1. -
6 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
7 φώς
φώς (φωτός, φωτί, φῶτα, φῶτες, φωτῶν, φῶτας, φῶτες.)1 man οὐδὲ ματρὶ φῶτες ἄγαγον (sc. σε) O. 1.46ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
φῶτας δ' δαμάσσαις διήρχετο κύκλον O. 9.91
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ φῶτα κελαινεφέων πεδίων δεσπόταν” P. 4.52ἵκοντο Θήρανδε φῶτες Αἰγείδαι P. 5.75
καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός N. 2.13
Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη N. 2.20
ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα N. 4.85
ἑπτὰ γὰρ δαίσαντο πυραὶ νεογυίους φῶτας N. 9.24
“ οἴχεται τιμὰ φίλων τατωμένῳ φωτί” N. 10.78οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους I. 2.1
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.10
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Achilles) I. 8.60 πέτραι δ' [ἔφ]α[ν]θεν ἀντὶ φωτῶν Δ... λαβὼν δ ἕν[α] φῷ[τ]ᾳ fr. 169. 20. -
8 γέρας
A- ως X.Ages.1.5
, Luc. Tyr.9), τό: nom. pl. γέρᾰ, apoc. for γέραα, Il.2.237, 9.334, Od.4.66; ;γέρεα Hdt.2.168
, SIG1037 (Milet.); γέρη ib.1025 ([place name] Cos);γέρᾱτα IG14.1389i29
: gen. pl.γερῶν Th.3.58
, etc.; [dialect] Ep. dat. , Theoc.17.109:— gift of honour,μοῖραν καὶ γ. ἐσθλὸν ἔχων Od.11.534
; τὸ γὰρ γ. ἐστι θανόντων the last honours of the dead, Il.16.457; privilege, prerogative conferred on kings or nobles,γ. θ' ὅ τι δῆμος ἔδωκεν Od.7.150
, cf. Il.20.182;τὰς ἀγγελίας ἐσφέρειν ἐδίδου γ. Hdt. 1.114
, etc.;πρότερον δὲ ἦσαν ἐπὶ ῥητοῖς γέρασι πατρικαὶ βασιλεῖαι Th. 1.13
;τιμαὶ καὶ ἔπαινοι καὶ γ. Pl.R. 516c
; γ. καὶ ἆθλα ib. 460b; freq. of priests (cf. 3), Aeschin.3.18; ; so later,γ. ἀλειτουργησίας PFlor.382.3
(iii A. D.).2 generally, gift, present, Od.20.297, etc.3 esp. perquisite received by priests at sacrifices, (Milet., iv/iii B. C.); γέρη λαμβάνει τὸ δέρμα καὶ τὸ σκέλος ib.1025.22 (Cos, iv/iii B. C.);ὁ πριάμενος τῶν γερῶν λήψεται τὰς γενομένας καρπείας PEleph.14.13
(iii B. C.). -
9 θησαυρίζω
A store, treasure up,ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θ. Hdt.2.121
.ά; θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι to lay it by, ib.86; φάρμακα, σῖτα θ. παρ' αὑτῷ, X.Cyr.8.2.24, etc.; of fruits, lay up in store, preserve, pickle, [καυλοὺς] ἐν ἅλμῃ Thphr.HP6.4.10
; τὸ ἔλαιον θ. [τὰς ὀσμάς] preserves its smell, Id.CP6.19.3:—[voice] Pass.,ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη S.Fr. 398.2
; [ἡ ἐβένη] τὴν χρόαν οὐ -ομένη λαμβάνει τὴν εὔχρουν ἀλλ' εὐθὺς τῇ φύσει Thphr.HP4.4.6
, cf. 3.12.5;ἡ τεθησαυρισμένη τῶν ἀρωμάτων ἀπόλαυσις Agatharch.97
;τὸ θησαυρισθέν IG14.423
ii 37 ([place name] Tauromenium).b abs., hoard, lay up treasure, Phld.Oec.p.71J., Ep.Jac. 5.3;ἑαυτῷ Ev.Luc.12.21
.2 metaph.,θ. σεαυτῷ ὀργήν Ep.Rom. 2.5
;θ. θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ Ev.Matt.6.20
; θ. εὐτυχίαν lay up a store of.., App.Sam.4.3:—[voice] Med., store up for oneself,ἑαυτῷ ὑπομνήματα Pl.Phdr. 276d
, cf. Isoc.15.229:—[voice] Pass.,τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος D.S.20.36
;χάριτας -ισθησομένας Id.1.90
; to be reserved,πυρί 2 Ep.Pet.3.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θησαυρίζω
-
10 κίνδυνος
A danger, hazard, venture, whether abstract or concrete,πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585
, cf. 637;ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9;κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35
;τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71
; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ;κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th. 1033
; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl. 504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.;ἐγχειρίσασθαι Id.5.108
, etc.;ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1
;μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42
;κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27
; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7;ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39
;πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27
;ἐς κ. ἐμβαίνειν X. Cyr.2.1.15
;ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99
;κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th. 1053
;τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148
; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163;τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220
;οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7
;ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl. 348
; κ. [ ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra. 436b, etc.;πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5
;κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9
;κ. ἀνθρώπινοι.., θεῖοι And. 1.139
; ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κ. at his own risk, Arist.Pol. 1286a14;ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4
(i A.D.);καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10
(ii/iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κίνδυνος
-
11 λήθη
A forgetting, forgetfulness, personified in Hes. Th. 227;μηδέ σε λήθη αἱρείτω Il.2.33
; [Περσεφόνη] βροτοῖς παρέχει λήθην, βλάπτουσα νόοιο Thgn.705
;κακοῦ λ. S.Ph. 878
, cf.E.Ba. 282, Or. 213; λήθην ποιεύμενος τά μιν ἐόργεε forgetting.., Hdt.1.127;λ. ποιεῖν τινος S.Fr. 259
;Λήθην.. κωφήν, ἄναυδον Id.Fr. 670
;χρόνος πάντα.. ἐς λ. ἄγει Id.Fr. 954
;τῶν ἰδίων λ. λαβών Timocl.6.5
, cf. Phld. Rh.1.254 S.;τῶν αὑτοῦ κακῶν ἐπάγεσθαι λ. Men.467
; ; ;λήθην ἐμποιῆσαι τῶν πεπραγμένων Isoc.1.8
;εἰς λήθην ἐμβαλεῖν τινα Aeschin.3.205
; λήθη λαμβάνει, ἔχει τινά, Th.2.49, D.18.283;λήθη τινὸς ἐγγίγνεταί τινι X.Mem.1.2.21
; εἰς λ. ἀφιγμένα forgotten, Phld.Ir.p.19 W.II after Hom., of a place of oblivion in the lower world,Λήθης δόμοι Simon.184.6
;τὸ Λήθης πεδίον Ar.Ra. 186
;τὸ τῆς Λ. π. Pl.R. 621a
, D.H.8.52;Λ. ὕδωρ Luc.DMort.13.6
, Paus.9.39.8, Aesop.168; also, ὁ τῆς Λήθης ποταμός, of the river Λιμαίας in Lusitania, Str.3.3.4, 5, cf. App.Hisp.73 (71). ( Λήθη as pr. n. of a river is not found.) -
12 μαρήγει
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρήγει
-
13 μεταμέλεια
A change of purpose, regret, repentance,μεταμέλειαν λαμβάνει E.Fr.1080.3
;μεταμελείας λ. Th.1.34
; ἐπί τισι, περί τινος, Democr.43, Th.3.37;μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Men.1105
;ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας Pl.Lg. 727c
;μεταμελείας μεστή Id.R. 577e
;μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται Id.Lg. 866e
;τὸ ἐν μ. Arist.EN 1110b19
;ἐκ μεταμελείας Plb.1.39.14
;αὕτη σε ἡ μ. ἔχει X.Cyr.5.3.7
, cf. Polystr. p.9 W. (pl.), Phld.Ir.p.43 W. (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταμέλεια
-
14 μώλυσις
A imperfect boiling, parboiling, scalding, simmering, opp. ἕψησις, Arist.Mete. 381a12, al.;ἀπεψία τις ἡ μ. ἐστι Id.GA 776a8
; of rapidly growing cereals, ὥσπερ τὰ ἐπὶ τὸ ζέον ἐμβαλλόμενα τῶν ἑψομένων, οὐδεμίαν.. οὐδὲ κἀκεῖνα λαμβάνει μ., i.e. they 'cook' too suddenly, without 'simmering', Thphr.CP4.9.6. (Written [full] μώλυσις and [full] μώλυνσις in some codd. of Arist.Mete. 379a2, b14, 381a12,22; [full] μόλυνσις in nearly all codd. of Id.Mete. 381b14, GA l.c., Thphr. l.c.; cf. μωλύω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μώλυσις
-
15 οὐ
οὐ, the negative ofA fact and statement, as μή of will and thought; οὐ denies, μή rejects; οὐ is absolute, μή relative; οὐ objective, μή subjective. —The same differences hold for all compds. of οὐ and μή, and some examples of οὐδέ and οὐδείς are included below.—As to the Form, v. infr. G.A USAGE.I as the negative of single words,II as the negative of the sentence.I οὐ adhering to single words so as to form a quasi-compd. with them:—with Verbs: οὐ δίδωμι withhold, Il.24.296; οὐκ εἰῶ prevent, 2.132, 4.55, al.; οὐκ ἐθέλω refuse, 1.112, 3.289, al.; οὔ φημι deny, 7.393, 23.668, al. (In most of these uses μή can replace οὐ when the constr. requires it, e.g.εἰ μή φησι ταῦτα ἀληθῆ εἶναι Lycurg.34
; but sts. οὐ is retained,εἰ δ' ἂν.. οὐκ ἐθέλωσιν Il.3.289
;εἰ δέ κ'.. ου'κ εἰῶσι 20.139
;ἐὰν οὐ φάσκῃ Lys.13.76
; ἐάντε.. οὐ (v.l. μή)φῆτε ἐάντε φῆτε Pl. Ap. 25b
):—with Participles:οὐκ ἐθέλων Il.4.224
, 300, 6.165, etc.:— with Adjectives:οὐκ ἀέκοντε 5.366
, 768, al.;οὐ πολλήν Th.6.7
, etc.:— with Adverbs:οὐχ ἥκιστα Id.1.68
, etc.: rarely with Verbal Nouns (v. infr. 11.10).—On the use of οὐ in contrasts, v. infr. B.II as negativing the whole sentence,1 οὐ is freq. used alone, sts. with the ellipsis of a definite Verb, οὔκ (sc. ἀποκερῇ), ἄν γε ἐμοὶ πείθῃ Pl.Phd. 89b
: sts. as negativing the preceding sentence, Ar. Pax 850, X.HG1.7.19: as a Particle of solemn denial freq. with μά (q. v.) and the acc.; sts. withoutμά, οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον Ἅλιον S. OT 660
(lyr.), cf. 1088 (lyr.), El. 1063 (lyr.), Ant. 758.2 with ind. of statement,τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω Il.1.29
, cf. 114, 495;οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά Pi.P.1.94
; ;οὔ κεν.. ἔπαξε Pi.N.7.25
;οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Il.8.369
.3 with subj. in [tense] fut. sense, only in [dialect] Ep., ; , cf. 11.387.4 with opt. in potential sense (without ἄν or κεν), also [dialect] Ep., , 20.286.5 with opt. andἄν, κείνοισι δ' ἂν οὔ τις.. μαχέοιτο 1.271
, cf. 301, 2.250, Hdt. 6.63, A.Pr. 979, S.Aj. 155 (anap.), E.IA 310, Ar.Ach. 403, etc.6 in dependent clauses οὐ is used,a with ὅτι or ὡς, after Verbs of saying, knowing, and showing,ἐκ μέν τοι ἐρέω.. ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι Od.4.377
, cf. S.El. 561, D.2.8, etc.: so with ind. or opt. andἄν, ἀπελογοῦντο ὡς οὐκ ἄν ποτε οὕτω μωροὶ ἦσαν X.HG5.4.22
, cf. Pl.R. 330a; , cf. X.Cyr.1.1.3, etc.: with opt. representing ind. in orat. obliq.,ἔλεξε παιδὶ σῷ.. ὡς.. Ἕλληνες οὐ μενοῖεν A.Pers. 358
, cf. S.Ph. 346, Th.1.38, X.HG6.1.1, Pl.Ap. 22b, etc.: for μή in such sentences, v. μή B. 3.b in all causal sentences, and in temporal and Relat. sentences unless there is conditional or final meaning,χωσαμένη, ὅ οἱ οὔ τι θαλύσια.. ῥέξε Il.9.534
;ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται Hdt.3.80
;διότι οὐκ ἦσαν δίκαι, οὐ δυνατοὶ ἦμεν παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον πράξασθαι Lys.17.3
;μή με κτεῖν', ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι Il.21.95
, etc.;νῦν δὲ ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις.., εἶμι Pl.Prt. 335c
;ἐπειδὴ τὸ χωρίον οὐχ ἡλίσκετο Th.1.102
; , etc.: in causal relative sentences,οἵτινές σε οὐχὶ ἐσώσαμεν Pl.Cri. 46a
; esp. in the combinations, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ .., as , cf. Hec. 298;οὔτις ἔσθ' ὃς οὔ S.Aj. 725
; οὐδείς ἐστιν ὅστις οὐ .. Isoc. 15.180.c after ὥστε with ind. or opt. withἄν, ὥστ' οὐ δυνατόν σ' εἵργειν ἔσται Ar.V. 384
, cf. S.Aj.98, OT 411;οὕτως αὐτοὺς ἀγαπῶμεν.. ὥστε.. οὐκ ἂν ἐθελήσαιμεν Isoc.8.45
;οὐκ ἂν ὡρκίζομεν αὐτὸν ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει καὶ οὐκ ἂν ἀμφότερ' εἶχε D.18.30
: ὥστε οὐ with inf. is almost invariably due to orat. obliq., ὥστ' οὐκ αἰσχύνεσθαι (for οὐκ αἰσχύνονται) Id.19.308, cf. Th.5.40, 8.76, Lys.18.6, Is.11.27 (cj. Reiske).—Rarely not in orat. obliq., S.El. 780, E. Ph. 1358, Hel. 108, D.53.2,9.48.7 in a conditional clause μή is necessary, except,a in Hom., when the εἰ clause precedes the apodosis and the verb is indic.,εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται Il. 15.162
, cf. 178, 20.129, 24.296, Od.2.274, Il.4.160, Od.12.382, 13.144 (9.410 is an exception).b when the εἰ clause is really causal, as after Verbs expressing surprise or emotion,μὴ θαυμάσῃς, εἰ πολλὰ τῶν εἰρημένων οὐ πρέπει σοι Isoc.1.44
;κατοικτῖραι.., εἰ.. οὐδεὶς ἐς ἑκατοστὸν ἔτος περιέσται Hdt.7.46
, cf. S.Aj. 1242; so alsoδεινὸν γὰρ ἂν εἴη πρῆγμα, εἰ Σάκας μὲν καταστρεψάμενοι δούλους ἔχομεν, Ἕλληνας δὲ οὐ τιμωρησόμεθα Hdt.7.9
, cf. And.1.102, Lys.20.8 (prob.), D.8.55;οὐκ αἰσχρόν, εἰ τὸ μὲν Ἀργείων πλῆθος οὐκ ἐφοβήθη τὴν Λακεδαιμονίων ἀρχήν, ὑμεῖς δ' ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον.. φοβήσεσθε
;Id.
15.23, cf. Hdt.5.97, Lys.22.13.c when οὐ belongs closely to the next word (v. A. I), or is quoted unchanged,εἰ, ὡς νῦν φήσει, οὐ παρεσκευάσατο D.54.29
codd.; εἰ δ' οὐκέτ' ἐστί (sc. ὥσπερ λέγεις), τίνι τρόπῳ διεφθάρη
;E.
Ion 347.8 οὐ is used with inf. in orat. obliq., when it represents the ind. of orat. recta,φαμὲν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι Od.4.664
, cf. Il.17.174, 21.316, S.Ph. 1389, etc.;λέγοντες οὐκ εἶναι αὐτόνομοι Th.1.67
, cf. Pl.R. 348c, X.Cyr.1.6.18;οἶμαι.. οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι Pl.R. 369b
, cf. S.OT 1051, Th.1.71, etc.; ἡγήσαντο ἡμᾶς οὐ περιόψεσθαι ib.39. (For the occasional use of μή, v. μή B. 5c; sts. we have οὐ and μή in consecutive clauses,οἶμαι σοῦ κάκιον οὐδὲν ἂν τούτων κρατύνειν μηδ' ἐπιθύνειν χερί S.Ph. 1058s
q.;αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδὲ.. παρασκευαστόν Pl.Prt. 319b
.)9 οὐ is used with the part., when it can be resolved into a finite sentence with οὐ, as after Verbs of knowing and showing, ; . 3; , etc.; or into a causal sentence,τῶν βαρβάρων οἱ πολλοὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ διεφθάρησαν νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt.8.89
;τὴν Μένδην πόλιν ἅτε οὐκ ἀπὸ ξυμβάσεως ἀνοιχθεῖσαν διήρπασαν Th.4.130
; or into a concessive sentence, , cf. S.Ph. 377, etc.: regularly with ὡς and part., , etc.;ἐθορυβεῖτε ὡς οὐ ποιήσοντες ταῦτα Lys.12.73
, cf. S.Ph. 884, Aj. 682, Hdt.7.99, Th.1.2,5,28,68,90; , cf. Th.8.1, Isoc.4.11:—for exceptions, v. μή B. 6.b when the part. is used with the Art., μή is generally used, unless there is a distinct reference to a fact, when οὐ is occasionally found,ἡμεῖς δὲ ἀπὸ τῆς οὐκ οὔσης ἔτι [πόλεως] ὁρμώμενοι Th.1.74
;τοὺς ἐν τῇ πόλει οὐδὲν εἰδότας Id.4.111
;οἱ οὐκ ἐθέλοντες Antipho 6.26
;τῶν οὐ βουλομένων And.1.9
; , cf. τὸν οὐδὲ συμπενθῆσαι τὰς τῆς πατρίδος συμφορὰς τολμήσαντα (preceded by τὸν.. μήτε ὅπλα θέμενον ὑπὲρ τῆς πατρίδος μήτε τὸ σῶμα παρασχόντα κτλ.) Lycurg.43;τὸ οὐχ εὑρημένον Pl.R. 427e
.10 Adjectives and abstract Substantives with the article commonly take μή (v.μή B. 7
) but οὐ is occasionally used,τὰς οὐκ ἀναγκαίας πόσεις X.Lac.5.4
;τοὺς οὐδένας E.IA 371
; (whereas ὁ μηδείς, τὸ μηδέν is the rule); τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν the non- dissolution of the bridges, the fact of their notbeing broken up, Th.1.137;ἡ οὐ περιτείχισις Id.3.95
;ἡ τῶν χωρίων οὐκ ἀπόδοσις Id.5.35
, cf.E. Hipp. 196 (anap.); so without the article,ἐν οὐ καιπῷ Id.Ba. 1287
; οὐ πάλης ὕπο ib. 455.12 in questions οὐ ordinarily expects a positive answer, οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι ..; Il.10.165; οὐχ ὁράᾳς ..; dost thou not see? Od.17.545;οὐκ.. ᾐσθόμην
;A.
Pr. 956: so as a strong form of imper., ;E.
Ion 524; ;Din.
1.18; ;Ar.
Ach. 484; βάλλε, βάλλε folld. by οὐ βαλεῖς; οὐ βαλεῖς; ib. 281 and 283, cf. S.Ant. 885: also with opt. and ἄν, οὐκ ἂν δὴ τόνδ' ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο ( = ἔρυσαι) ; Il.5.456; οὐκ ἂν φράσειας ( = φράσον) ; S.Ph. 1222; but in questions introduced by οὐ δή, οὐ δή του, οὔ που, οὔ τί που, a doubt is implied of the statement involved, and an appeal is made to the hearers, οὐ δή ποθ' ἡμῖν ξυγγενὴς ἥκεις ποθέν; surely you are not..? Id.El. 1202, cf. Ph. 900; οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων ..; Pi.P.4.87, cf. S.Ph. 1233, E.IA 670, Hel. 135, Ion 1113, Ar.Ra. 522, 526.B POSITION. οὐ is generally put immediately before the word which it negatives,οὐκ ἐκεῖνον ἐθεώμην.—ἀλλὰ τίνα μήν ; ἔφη ὁ Τιγράνης X.Cyr.3.1.41
; ;οὐ διὰ τὸ μὴ ἀκοντίζειν οὐκ ἔβαλον αὐτὸν ἀλλὰ διὰ τὸ μηδενὶ ὑπὸ τὸ ἀκόντιον ὑπελθεῖν Antipho 3.4.6
: in Poetry the position is freq. more free,κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον ib. 4.19; κατακρύπτει δ' οὐ κόνις ib.8.79;χρὴ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν Id.P. 2.88
: sts. emphatically at the end of the clause,καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ Id.O.7.48
;ταρβήσει γὰρ οὔ S.Aj. 545
: in clauses opposed by μέν and δέ the οὐ (or μή) is freq. placed at the end,βούλονται μέν, δύνανται δ' οὔ Th.6.38
;οὗτος δ' ἦν καλὸς μέν, μέγας δ' οὔ X.An.4.4.3
;ἔδοξέ μοι ὁ ἀνὴρ δοκεῖν μὲν εἶναι σοφὸς.., εἶναι δ' οὔ Pl.Ap. 21c
; soτὸ Πέρσας μὲν λέληθε, ἡμέας μέντοι οὔ Hdt.1.139
: freq. withὁ μὲν.. ὁ δέ, οὐ πάσας χρὴ τὰς δόξας τιμᾶν, ἀλλὰ τὰς μέν, τὰς δ' οὔ Pl.Cri. 47a
, cf. Ap. 24e, R. 475b, etc.;Λέριοι κακοί, οὐχ ὁ μέν, ὃς δ' οὔ Phoc.1
: sts. in the first clause afterμέν, οἱ δὲ στρατηγοὶ ἐξῆγον μὲν οὔ, συνεκάλεσαν δέ X.An.6.4.20
, cf. 4.8.2, Cyr.1.4.10, Pl.Phd. 73b;κατώρα πᾶν μὲν οὒ τὸ στρατόπεδον Hdt.7.208
.C ACCUMULATION. A simple neg. (οὐ or μή) is freq. repeated in composition with Prons., Advbs., or Conjs., as οὐδείς or μηδείς, οὐδέ or μηδέ, οὐδαμῶς or μηδαμῶς, first in Hom., ;ἀλλ' οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος 6.450
; : the first neg. may be a compd.,καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς ἄξιος οὐδὲν μᾶλλον τοῦ μὴ ζῶντος Pl. Lg. 808b
; (similarly with μή, Phdr. 236e): or a neg. Adj., ; οὐ follows the compd. neg.,οὐδ' εἰ πάντες ἔλθοιεν Πέρσαι, πλήθει γε οὐχ ὑπερβαλοίμεθ' ἂν τοὺς πολεμίους X. Cyr.2.1.8
; οὐδ' ἂν ἡ πόλις ἄρα ([etym.] ὅπερ ἄρτι ἐλέγομεν )ὅλη τοιοῦτον ποιῇ, οὐκ ἐπαινέσῃ Pl.R. 426b
, cf. Smp. 204a: sts. a confirmative Particle accompanies the first οὐ or οὐδέ, and the neg. is repeated with emphasis,οὐδὲ μὲν οὐδέ μ' ἔασκες Il.19.295
;οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Δρύαντος υἱὸς.. δὴν ἧν 6.130
, v. οὐδέ C. 11; : so also in Trag. and [dialect] Att. without any such Particle, οὐ σμικρός, οὔχ, ἁγὼν ὅδε not small, no, is this struggle, S.OC 587;θεοῖς τέθνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ Id.Aj. 970
, cf.Ar.Ra.28, 1308, X.Smp. 2.4, Pl.R. 390c.2 when the compd. neg. precedes and the simple neg. follows with the Verb, the opposing negs. produce an emphatic positive, οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτείσει Orac. ap. Hdt.5.56; (but prob. f.l.);οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι X.Smp.1.9
.3 similarly each of two simple negs. may retain its negating force,ὥσπερ οὐ διὰ πρᾳότητα καὶ ἀσχολίαν τὴν ὑμετέραν οὐ δεδωκὼς ὑμῖν δίκην Lys.6.34
;ἐγὼ δ' οὐκ οἶμαι.. οὐ δεῖν ὑμᾶς ἀμύνεσθαι Id.13.52
(similarly with μή, D.19.77): sts. a combination of a μέν- clause with a δέ- clause containing οὐ is negatived as a whole by a preceding οὐ, e.g.οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναται διώκειν δι' ἐμέ, ἐμὲ δέ, εἴπερ ἐξελέγξειν ἐνόμιζεν, αὐτὸν οὐκ ἂν ἐγράψατο Id.18.13
.D PLEONASM OF οὐ: after Verbs of denying, doubting, and disputing, folld. by ὡς or ὅτι with a finite Verb, οὐ is inserted to show the neg. character of the statement, where in Engl. the neg. is not required, , cf. Th.1.77, X.HG2.3.16, Smp.2.12, Isoc.5.57, etc.;οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν Id.6.48
, cf. And.4.34, D.16.4, etc.; ;ἀρνεῖσθαι ὅτι οὐ παρῆν X.Ath.2.17
; οὐδ' αὐτὸς ὁ Λάμπις ἔξαρνος ἐγένετο ὡς οὐκ εἴη εἰρηκὼς κτλ. D.34.49;ἀμφισβητεῖν ὡς οὐχὶ.. δοτέον δίκην Pl.Euthphr.8c
, cf. R. 476d, Prm. 135a; ἀπιστεῖν ὅτι οὐ .. Id.Men. 89d;ἀνέλπιστον καταστῆσαί τισιν ὡς οὐκ ἔσται μεταγνῶναι Th. 3.46
: οὐ is sts. thus used in the second member of a negative comparative sentence,ἥκει ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας Hdt.4.118
, cf. 5.94, 7.16.γ, Th.2.62,3.36: after πλήν, X.Lac. 15.6, D.18.45.E OMISSION OF οὐ: οὐ is sts. omitted, esp. by Poets, when it may be supplied from the next clause, ;σιδήρῳ οὐδ' ἀργύρῳ χρέωνται οὐδέν Hdt.1.215
;ῥοδιακὴ οὖς οὐδὲ πυθμένα οὐκ ἔχουσα Inscr.Délos 313a84
(iii B. C.).F in Poetry, if ἤ stands before οὐ, the two sounds coalesce into one syllable, as inἦ οὐχ Il.5.349
, cf. Od.1.298; so, in [dialect] Att., , etc., and ἐγὼ οὔτε ib. 332, .—This synizesis is general in [dialect] Ep., universal in [dialect] Att.G FORM. οὐ is used before consonants (including the digamma, e.g. before ἕθεν, οἱ, e(, Il.1.114, 2.392, 24.214, but not before ὅς Possess.,οὐχ ᾧ πατρί Od.13.265
, cf.οὐκ ἐπέεσσι Il.15.162
, etc.); οὐκ before vowels with spir. lenis, οὐχ before vowels with spir. asper; in our text of Hdt. οὐκ is used before all vowels (prob. because Hdt. had no spir. asper): the [dialect] Ep. form οὐκί [ῐ] is used by Hom. mostly at the end of a clause and at the close of the verse,ὅς τ' αἴτιος ὅς τε καὶ οὐκί Il.15.137
;ἠὲ καὶ οὐκί 2.238
, 300,al.; but in the middle of a verse, 20.255; οὐχί [ῐ] is found twice in Hom., Il.15.716, 16.762, and is common in Trag., where it is freq. employed like οὔ emphatic (supr. B), ;A.
Ag. 273,Fr. 310; ;Id.
Supp. 918, Ar. Pax 1027;ἐμὸς μὲν οὐχί E.IA 859
: also in Prose, Th.1.120,al., 1 Ep.Cor. 5.12, etc.: the diphthong is genuine and always written ου ( ουκ, ουδε, etc.) in early Inscrr., IG12.10.22, etc.; in iv B.C. rarely written οκ, ib. 22.1635.112,116,121; οὐ abbreviated ο, Suid.s.v. Φιλοξένου γραμμάτιον.H ACCENTUATION. οὐ is oxytone acc. to Hdn.Gr.1.494 (text doubtfulin 504): Arist.SE 166b6, referring to Il.23.328 τὸ μὲν ου (i.e. οὐ = οὒ) καταπύθεται ὄμβρῳ, says λύουσι.. τῇ προσῳδίᾳ λέγοντες τὸ ου ὀξύτερον (i.e. οὗ), cf. 178b3. In codd. the word is written oxytone when folld. by a pause (v. supr. B), and is usu. written without any accent in other cases.I οὐ in connexion with other Particles will be found in alphabetical order, οὐ γάρ, οὐ μή, etc.—The corresponding forms of μή should be compared. -
16 περιγραφή
περι-γρᾰφή, ἡ,A outline,π. τις ἔξωθεν περιγεγραμμένη Pl. Lg. 768c
, cf.Plt. 277c; διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ π. Arist.EN 1098a23 ;ταῖς π. διορίζεται πρότερον, ὕστερον δὲ λαμβάνει τὰ χρώματα Id.GA 743b20
;κύματος Gal.9.311
; ἴδοι τις ἂν καὶ ἐπ' ἐσθῆτος καὶ ἐν τῇσιν ἄλλῃσι π. general appearance, Hp.Decent.2 ; ἡ τοῦ προσώπου π. Luc.Im. 6 ; κατὰ περιγραφήν in outline, Iamb.Myst.1.9, cf. Thphr.Fr.69.2 circumference, circuit, [ἡ Βαβυλὼν] ἔχει π. μᾶλλον ἔθνους ἢ πόλεως Arist. Pol. 1276a28
, cf. Plb.4.39.1,9.26A.3.b surface, Gal.6.504.c section, Id.19.644.4 Geom., circumscribed figure, Archim.Sph. Cyl.1.6.2 individuality, μία ψυχὴ κἂν φύσεσι διείργηται μυρίαις καὶ ἰδίαις π. M.Ant.12.30 ; κατὰ περιγραφήν in their individual content, S.E.M.8.161.3 Rhet., compass of expression,ἡ π. τῆς ἐννοίας Hermog.Id.1.3
;αἱ π. τῶν διανοιῶν Luc. Dem.Enc.32
; κῶλόν ἐστι νοήματός τινος π. Corn.Rh.p.395H.III Gramm., breaking off, conclusion, prob. in A.D.Conj.251.24,253.15, Synt.267.5.IV αἱ π. descriptive passages, Hermog.Inv.2.7.V in Law, circumvention, fraud, π. τοῦ ταμείου on the treasury, prob. for ἐπιγρ- in PTeb.288.8(iii A. D.), cf. Arch.Pap.1.301 (iv A. D.), etc.;διατυπώσεως Cod.Just.1.2.24.1
, cf. Just.Nov.7 Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγραφή
-
17 σιτηρέσιον
σῑτηρέσι-ον, τό,A provision-money, X.An.6.2.4;δέκα τοῦ μηνὸς ὁ στρατιώτης δραχμὰς σ. λαμβάνει D.4.28
; ἐδίδου τοῖς ναύταις ς. Id.50.53;ἐργώναις ς IG42(1).103.168
(Epid., iv B.C.): generally, allowance, pension, PLond.3.955.10 (iii A.D.); annuity purchased, Milet.3.147.44 (iii B.C.); at Rome, σ. ἔμμηνον a monthly allowance of grain to the poorer citizens, Lat. frumentatio, Plu.Caes.8, cf. 57, Crass.2, Cat.Mi.26; cf. σιτοδοτέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιτηρέσιον
-
18 συνίστημι
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.συνίστα Plb.3.43.11
, dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a
; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.II combine, associate, unite,σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74
, cf. 3.84;Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16
; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2
;τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48
;τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109
.b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26
;σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6
, cf. 3.42.6, 15.5.5.III put together, organize, frame,ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti. 91a
; ; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν ς. Id.Plt. 308c;σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48
;ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1266a23
, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—[voice] Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school)συστησαμένοις Gal.15.505
; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449;θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725
.2 contrive,σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71
;ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3
;ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35
; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.3 [voice] Med. in these senses,τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c
;τὸ δεῖπνον Diph.43.5
: mostly [tense] aor. 1,μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d
; ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;πόλεμον Isoc. 10.49
, Plb.2.1.1;σ. μοι μάχην PTeb.44.14
(ii B.C.);πολιορκίαν Plb. 1.30.5
;κίνδυνον Id.3.106.4
;παρατάξεις D.S.1.18
;ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8
(ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);ἀηδίαν PLond.2.342.6
(ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19
;ἑορτήν Apollod.3.14.6
; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,τινάς τινι Pl.La. 200d
, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b
;σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2
(iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8
; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.d place in the charge of, ;συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2
(ii A.D.).e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10
(ii A.D.); , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5
(iii A.D.);συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e
.2 of a debtor, offer another as a guarantee,τινί τινα Isoc.17.37
: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς)συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167
(iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς)παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28
(iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας)ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9
(i A.D.).V make solid or firm, brace up,τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17
, cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,γάλα Poll.1.251
;φλέγμα Hp.Vict.2.54
(v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.VI exhibit, give proof of,εὔνοιαν Plb.4.5.6
;σ. ὅτι.. Id.3.108.4
: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,σ. τινὰς ὄντας Id.13.91
.2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.συσταθήσομαι X.An.6.1.23
, Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.ξυστήσομαι A.Th. 435
, 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom.,πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96
;τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74
;πόλεμος ξυνέστη Th.1.15
, cf. Hdt.7.144, 8.142;περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph. 246c
; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be cngaged with, A.Th. 509, Hdt.6.108, Ar.V. 1031;θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92
(Rufin.);τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp. 847
;ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph. 755
;συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214
;συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29
: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79;γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208
, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam. 211.3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514
(lyr.);συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55
; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;ἀλλήλοις X.HG2.1.1
; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;μετά τινος D.34.34
, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);τὸ ξυνεστηκός Th.8.66
.2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28
: in magic,συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς
put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.1.29
;συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168
: in law, B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).3 of an assembly, to be in session,ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28
; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως ς. Id.Phil.11; (Egypt, ii B.C.).IV to come or be put together, of parts,συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6
, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54
;σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b
, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.b of a play, to be composed, Arist.Po. 1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) .c arise, take shape or body,τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62
, cf. 6.35;πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a
; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist, ;συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142
;τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12
(ii B.C.);κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9
(i B.C.);οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6
,11 (i A.D.).V to be compact, solid, firm,οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4
; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf.σύστασις B. 11.3
) E.Alc. 797; συνεστηκώς absorbed in thought, Men.Pk. 291.VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι
-
19 τελείωσις
A development, completion, of physical growth,λαμβάνει τελέωσιν τὰ ᾠά Arist.HA 543a19
, cf. 561a5, Hp.Septim.1, Sor. 1.18, al., Gal.15.26;τὴν τ. τῶν μορίων ἀπολαμβάνειν Arist.HA 583b24
, etc.; ἡ τῶν καρπῶν τ. Thphr.HP3.4.3; ἕως τελειώσεως to saturation-point, Epicur.Ep.2p.38U.; of a building, Arist.Ph. 246a26; of a statue, Stoic.3.48; in moral sense,αἱ ἀρεταὶ τελειώσεις Arist.Ph. 247a2
, cf. 246a13, Metaph. 1021b20;εἰς τὴν τ. ἄγεσθαι τῆς φύσεως Id.EN 1153a12
.b execution of a legal instrument by completing it, BGU 1168.3 (i B.C.), PFlor.56.7, al. (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελείωσις
-
20 τριβή
τρῐβ-ή, ἡ,A rubbing:—mostly metaph.:I rubbing down, wearing away, wasting,τριβᾷ βίου A.Ag. 465
(lyr.);κτεάνων τριβάς Id.Ch. 943
(lyr., sed leg. τριβᾶς); wear and tear of fixtures in a house, BGU1116.26 (i B. C.).II practice, opp. theory, Hp. Praec.1, X.An.5.6.15; study,τ. καὶ ἱστορία τῶν πόλεως πραγμάτων Metrod.Fr.27
, cf. Phld.Rh.1.121 S., Po.5.20, al.; also, mere practice, routine, opp. true art,οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τ. Pl.Phdr. 260e
; τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, opp. τέχνῃ, ib. 270b, cf. Grg. 463b, Gal.6.143; τριβῇ ζητεῖν, opp. μεθόδῳ, Arist. SE 184b2;τριβὴν ἔχειν τινός Damox. 1.10
, D.S.16.15;τ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἔχειν Plb.1.32.1
;ἀρετὴν ἔχειν ἐν χρήσει καὶ τριβῇ Plu.Phil.13
;διὰ τῆς ἐν τοῖς ἔργοις σπουδαιοτέρας τριβῆς καὶ συγγυμνασίας Sor.1.3
.III that about which one is busied, the object of care, anxiety, or love,Ορέστην, τὴν ἐμῆς ψυχῆς τριβήν A.Ch. 749
.2 occupation,μειράκιον.. οὐκέτι ἔπεμπες ἐπὶ τὰ διδασκαλεῖα καὶ τὰς προσηκούσας τοῖς νεανίαις τριβάς POxy.471.115
(ii A. D.).IV of Time, spending,οὐ μακροῦ χρόνου τ. S.Ant. 1078
, cf. Fr. 664; ; ἀξίαν τριβὴν ἔχει 'tis time well spent, A.Pr. 639; [βίος] οὐκ ἄχαρις ές τὴν τριβήν a pleasant enough life in the spending, Ar.Av. 156.2 delay, ἐς τριβὰς ἐλᾷ seeks delays, S.OT 1160;πορίζεις τριβάς Ar.Ach. 385
(lyr.); and with the Verb omitted, μὴ τριβὰς ἔτι no more delays, S.Ant. 577;τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνοκωχῆς Th.8.87
;μετὰ τ. πάσης Pl. Ep. 344b
;ὁ πόλεμος τριβὴν λαμβάνει Plb.1.20.9
.
См. также в других словарях:
λαμβάνει — λαμβάνω a pres ind mp 2nd sg λαμβάνω a pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… … Dictionary of Greek
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek