-
1 παρατάξεις
παράταξιςplacing side by side: fem nom /voc pl (attic epic)παράταξιςplacing side by side: fem nom /acc pl (attic)παρατάσσωplace: aor subj act 2nd sg (epic)παρατάσσωplace: fut ind act 2nd sgπαρατάσσωplace: aor subj act 2nd sg (epic)παρατάσσωplace: fut ind act 2nd sg -
2 παράταξις
παράταξις, εως, ἡ (τάσσω; Aeschin., Isocr., Demosth. et al.; ins, pap, LXX; Jos., Vi. 341 al.) prim. ‘placing in order’.① a line of marshalled persons, array, procession (lit. of soldiers: Lat. agmen. As a military term Diod S 1, 18, 5; TestSol 10:9 C) π. ἀνδρῶν Hs 9, 6, 1.② an array of things, outfit pl. (w. ἀγροί and οἰκοδομαί) παρατάξεις πολυτελεῖς costly establishments or furnishings Hs 1:1. (W. ὁ πλοῦτος ὑμῶν) αἱ παρατάξεις πᾶσαι all your furnishings, perh. even more gener. all your possessions 1:8.—DELG s.v. τάσσω. -
3 συνίστημι
A BJ Prooem.5, Sor.1.126 ([voice] Pass.)); [full] συνιστάω (Arist.GA 777a6, Pr. 928a9, Conon 48, 2 Ep.Cor. 6.4; [tense] impf.συνίστα Plb.3.43.11
, dub. in D.H.8.18): [tense] impf. συνίστην, [tense] fut. συστήσω, [tense] aor. 1 συνέστησα: trans. [tense] pf. συνέστᾰκα, found only in later texts, PSI9.1035.14 (ii A.D.), S.E.M.7.109, AP11.139 (Lucill.), Iamb.VP35.261:—set together, combine,τὰς χορδὰς ἀλλήλαις Pl.R. 412a
; τὰς ἄρκυς καὶ τὰ δίκτυα f.l. in X.Cyn.6.12.II combine, associate, unite,σ. τοὺς Ἀρκάδας ἐπὶ τῇ Σπάρτῃ Hdt.6.74
, cf. 3.84;Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα Th.6.16
; ταύτας (sc. τὰς πόλεις) Isoc. 5.30;πόλεις πρὸς ἀλλήλας X.HG3.5.2
;τοὺς ἐπιτηδείους ἐς ξυνωμοσίαν Th.8.48
;τὰ πάντα ἀριθμοῖς S.E.M.7.109
.b σ. Ἀσίην ἑωυτῷ unite Asia in dependence on himself, Hdt.1.103; μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι bring prophetic art into union with himself, i.e. win, acquire it, Id.2.49;σ. τινὰ ἀντίπαλον ἑαυτῷ X.Cyr.6.1.26
;σ. τισὶν ἡγεμόνα Plb.2.24.6
, cf. 3.42.6, 15.5.5.III put together, organize, frame,ζῷον ἔμψυχον Pl.Ti. 91a
; ; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ μοχθηρῶν καὶ χρηστῶν ς. Id.Plt. 308c;σ. τὴν ὀλιγαρχίαν Th.8.48
;ἐκ δημοκρατίας καὶ μοναρχίας τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1266a23
, cf. 1284b18; ἑταιρείαν Lex ap.D.46.26:—[voice] Med., τοῖς ἑτέραν αἵρεσιν (school)συστησαμένοις Gal.15.505
; οἱ συνιστάμενοι τὰς τέχνας ib.449;θεωρήματα συνίστασθαι Id.16.725
.2 contrive,σ. θάνατον ἐπί τινι Hdt.3.71
;ἐφ' ἡμᾶς πόλεμον D.15.3
;ἐπίθεσιν ἐπὶ τοὺς Σπαρτιάτας Arist.Pol. 1306b35
; σ. τιμάς settle prices, D.56.7.3 [voice] Med. in these senses,τὸ ὅλον συνίστασθαι Pl.Phdr. 269c
;τὸ δεῖπνον Diph.43.5
: mostly [tense] aor. 1,μὴ ἐκ χρηστῶν καὶ κακῶν ἀνθρώπων συστήσηται πόλιν Pl.Plt. 308d
; ; πᾶν τόδε ib. 69c, cf. R. 530a;πόλεμον Isoc. 10.49
, Plb.2.1.1;σ. μοι μάχην PTeb.44.14
(ii B.C.);πολιορκίαν Plb. 1.30.5
;κίνδυνον Id.3.106.4
;παρατάξεις D.S.1.18
;ἀντιλογίαν πρός με PGrenf.1.38.8
(ii/i B.C.), cf. PSI3.167.14 (ii B.C.), Mitteis Chr. 31 iv 21 (ii B.C.);ἀηδίαν PLond.2.342.6
(ii A.D.), BGU22.15 (ii A.D.); οὐδένα λόγον συνισταμένη πρὸς ἡμᾶς rendering no account to us. PAmh.2.31.17 (ii B.C.), cf. PRein.18.33 (ii B.C.);σ. ἀγῶνας Plu.Fab.19
;ἑορτήν Apollod.3.14.6
; ναυτικὰς δυνάμεις, μισθοφόρους, Plb.1.25.5, 4.60.5; also, arrange in order of battle, rally, Id.3.43.11, dub. in D.H. 8.18.4 Math., erect two straight lines from points on a given straight line so as to meet and form a triangle, in [voice] Pass., Arist.Mete. 376a2, b2, cf. Euc.1.7, Papp.106.12; of two arcs of great circles on a sphere, Id.476.19,22.IV bring together as friends, introduce or recommend one to another,τινάς τινι Pl.La. 200d
, cf. X.Smp.4.63; ἵνα τῳ τῶν.. σοφιστῶν.. συστήσω τουτονί, as a pupil, Pl.Thg. 122a;τινὰ ἰατρῷ σ. περὶ τῆς ἀσθενείας Id.Chrm. 155b
;σύστησον αὐτοὺς.. ὅπως πλέωσι PCair.Zen.2.2
(iii B.C.), cf. 195.6 (iii B.C.), PMich.Zen.6.2,3 (iii B.C., [voice] Act. and [voice] Pass.):—[voice] Pass.,συνεστάθη Κύρῳ X.An.3.1.8
; Κύρῳ συσταθησόμενος ib.6.1.23, cf. PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), Phld.Acad.Ind. p.49 M.; ἔχειν τινὰ συνεσταμένον, συνιστάμενον, regard him as introduced or recommended, POxy.787 (i A.D.), PHolm.p.42.b recommend, secure approval of a course of action, SIG679.90 (Magn. Mae., ii B.C.):— [voice] Med., recommend persons for appointment, PLond.3.1249.7 (iv A.D.).c τὸ οἰκεῖον συνιστάναι bring about intimacy, Men.602.d place in the charge of, ;συνέστησά σοι Χαιράμμωνα δοῦλον πρὸς μάθησιν σημείων POxy.724.2
(ii A.D.).e appoint to a charge, LXXNu.27.23; appoint a representative,σ. ἀντ' ἐμαυτῆς τὸν ἕτερον ἐμοῦ ἀδελφόν PTeb.317.10
(ii A.D.); , cf. 20 (ii A.D.):—[voice] Pass., Sammelb.4512.39 (ii B.C.);ἐπίτροπος συσταθείς CPHerm.55.5
(iii A.D.);συσταθεὶς συνήγορος Plu.2.840e
.2 of a debtor, offer another as a guarantee,τινί τινα Isoc.17.37
: c. inf., συστήσαντος ἀποδοῦναι introduce the party who was to pay, D.41.16, cf. ib.6: c. acc. rei, guarantee a loan, ἃς (sc. δραχμὰς)συνέστησεν Ἀρτεμίδωρος ἀργυ (ρίου) PCair.Zen.326.167
(iii B.C.); ἃς (sc. δραχμὰς)παρὰ Ἱέρωνος συνεστήσαμεν PMich.Zen. 61.28
(iii B.C.); Σέλευκός μου αὐτοὺς (sc. τοὺς τρεῖς στατῆρας)ἐκκέκρουκε λέγων ὅτι συνέστακας ἑαυτῷ PFay.109.9
(i A.D.).V make solid or firm, brace up,τὸ σῶμα Hp.Aph.3.17
, cf. Thphr.CP1.8.3; σ. [τὰ ἴχνη] sets them, X.Cyn.5.3; ὑπὲρ τοῦ συνεστῶτος [τοῦ τείχους], i.e. the unbroken part, Jul.Or.2.64c; contract, condense, opp. διακρίνω or διαλύω, Arist.GC 336a4, Cael. 280a12; of liquids, make them congeal, curdle,γάλα Poll.1.251
;φλέγμα Hp.Vict.2.54
(v.l.): metaph., συστήσας τὸ πρόσωπον with a frown, Plu.2.152b.VI exhibit, give proof of,εὔνοιαν Plb.4.5.6
;σ. ὅτι.. Id.3.108.4
: c. acc. et inf., D.S.14.45: c. part.,σ. τινὰς ὄντας Id.13.91
.2 prove, establish, Phld.Sign.4, Rh.1.112S.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2 [voice] Act. συνέστην: [tense] pf. συνέστηκα, part. συνεστηκώς, [var] contr. συνεστώς, ῶσα, ώς or ός (Pl.Ti. 56b), [dialect] Ion. συνεστεώς, εῶσα (neut. not found), Hdt.1.74, 6.108: [tense] fut.συσταθήσομαι X.An.6.1.23
, Arist.Mete. 376a2; [tense] fut.[voice] Med.ξυστήσομαι A.Th. 435
, 509, 672, Pl.Ti. 54c: [tense] aor. [voice] Pass. συνεστάθην [ᾰ] X.An.3.1.8, al., PCair.Zen.447.1,11 (iii B.C.), PTeb.27.35 (ii B.C.), etc.:— stand together, περὶ τὸν τρίποδα (of statues) Hdt.8.27; opp. διίστασθαι, X.Cyn.6.16; of soldiers, form in order of battle, Id.An.5.7.16, 6.5.28, al.; συστάντες ἁθρόοι ib.7.3.47.II in hostile sense, to be joined, of battle, once in Hom.,πολέμοιο συνεσταότος Il.14.96
;τῆς μάχης συνεστεώσης Hdt.1.74
;πόλεμος ξυνέστη Th.1.15
, cf. Hdt.7.144, 8.142;περὶ ταῦτα μάχη τις συνέστηκεν Pl.Sph. 246c
; τοῦτο συνεστήκεε this combat continued, Hdt.7.225.2 of persons, συνίστασθαί τινι meet in fight, be cngaged with, A.Th. 509, Hdt.6.108, Ar.V. 1031;θνατὸς δ' ἀθανάτῳ συστήσομαι AP5.92
(Rufin.);τινὶ ξ... ἐν μάχῃ E.Supp. 847
;ξυσταθέντα διὰ μάχης Id.Ph. 755
;συνεστάναι μαχομένους Hdt.1.214
;συνέστασαν χρόνον ἐπὶ πολλόν Id.6.29
: metaph., συνεστήκεε δὲ ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω was at odds with.., Id.4.132: abs., συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν when the generals were at issue, Id.8.79;γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν Id.1.208
, cf. 7.142; συνίσταται ἐπ' ἐμέ makes a dead set at me, Men.Sam. 211.3 to be involved or implicated in a thing, λιμῷ, πόνῳ, λιμῷ καὶ καμάτῳ, Hdt.7.170, 8.74, 9.89;ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας S.OC 514
(lyr.);συνεστῶτες ἀγῶνι ναυτικῷ Th.4.55
; καρτερᾷ μάχῃ ib.96.III of friends, form a league or union, band together, Id.6.21,33, etc.; κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξ. Id.2.88;ἀλλήλοις X.HG2.1.1
; ξυνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους league themselves with one side or the other, Th.1.1, cf. 15;μετά τινος D.34.34
, etc.; ἐπί τινας against them, Lys.22.17, cf. 30.10 (abs.); καί μ' οὐ λέληθεν οὐδὲν ἐν τῇ πόλει ξυνιστάμενον no conspiracy, Ar.Eq. 863, cf. X.Cyr.1.1.2; οἱ συνιστάμενοι the conspirators, Ar.Lys. 577 (anap.);τὸ ξυνεστηκός Th.8.66
.2 generally, to be connected or allied, as by marriage, c. acc. cogn.,λέχος Ἡρακλεῖ ξυστᾶσα S.Tr.28
: in magic,συνιστάνου.. τοῖς.. θεοῖς
put yourself into connexion with.., PMag. Leid.W.1.29
;συσταθεὶς πρὸ<ς> τὸν ἥλιον PMag.Par.1.168
: in law, B. acting with A. T., POxy.912.4 (iii A.D.), cf. Sammelb.7338.5 (iii/iv A.D.).3 of an assembly, to be in session,ἔτι τῆς ἐκκλησίας συνεστώσης Plu. Nic.28
; τῆς τῶν Νεμείων πανηγύρεως ς. Id.Phil.11; (Egypt, ii B.C.).IV to come or be put together, of parts,συνιστάμεν' ἄλλοθεν ἄλλα Emp. 35.6
, cf. E.Fr.910.6 (anap.), Pl.R. 530a;ἐπειδὴ πάντα συνειστήκει X.Cyr.6.1.54
;σ. ἐξ ὀλιγίστων μερῶν Pl.Ti. 56b
, cf. 54c; ἡ πόλις ἐξ οἰκιῶν ς. X.Mem.3.6.14; ἐξ ὧν ὁ κόσμος ς. Arist.EN 1141b2; esp. in military sense, ξυνεστὼς στρατός an organized army, E.IA 87; ἱππικὸν συνεστηκός an organized force of cavalry, X.An.7.6.26; τὸ συνεστηκὸς στράτευμα the organized force, D.8.17,46.b of a play, to be composed, Arist.Po. 1453b4; ἡ πολιτεία (compared to a tragedy) .c arise, take shape or body,τὸ συνιστάμενον κακόν D.18.62
, cf. 6.35;πόλις οὕτω συστᾶσα Pl.R. 546a
; ἐνταῦθα συνίστανται [ψύλλαι] Arist. HA 556b26, cf. Thphr.CP4.4.10, Sor.2.37, al., Gal.Vict.Att.9; σ. ἀπό τινος arise from.., Phld.Ir.p.76W.d in [tense] aor. 2 and [tense] pf., come into existence, exist, ;συμμαχία ἡ περὶ Κόρινθον συστᾶσα Isoc.4.142
;τοῦ καιροῦ τῆς τῶν γενημάτων συναγωγῆς συνεστηκότος PSI3.173.12
(ii B.C.);κεχωρίσθαι ἀπ' ἀλλήλων τῆς συστάσης αὐτοῖς συμβιώσεως BGU1102.9
(i B.C.);οἰκία.. σὺν τοῖς συνεστῶσι μέτροις καὶ πηχισμοῖς καὶ συνεστῶσι θεμελίοις Sammelb.5247.6
,11 (i A.D.).V to be compact, solid, firm,οὔτε σκιδνάμενον οὔτε συνιστάμενον Parm.2.4
; συνεστῶτα σώματα, of animals in good condition, X.Cyn.7.8, cf. Pl.Ti. 83a; acquire substance or consistency, of eggs, Arist.HA 567a28; of blood, honey, milk, ib. 516a5, 554a6, Hp.Vict.2.51; of the embryo, ; of the brain, ib. 744a22; of the bowels, Hp.Epid.3.17.ά, Coac. 589; ῥεῦμα συνεστηκός concentrated, Id.Medic.7; συνεστηκυῖα χιών congealed, frozen, Plb.3.55.2.VI to be contracted, συνεστῶτι τῷ προσώπῳ frowning, Plu. Demetr.17; τοῦ ξυνεστῶτος φρενῶν (cf.σύστασις B. 11.3
) E.Alc. 797; συνεστηκώς absorbed in thought, Men.Pk. 291.VII συνέστηκε c. acc. et inf., it is well known that.., = Lat. constat, Marcian.Peripl.1 Prooem.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνίστημι
-
4 οἰκοδομή
οἰκοδομή, ῆς, ἡ (οἶκος, δέμω ‘build’; rejected by the Atticists [Lob., Phryn. 421; 487ff; WSchmid, Der Attizismus III 1893, 248], but found since Aristot., EN 5, 14, 7; Diod S 1, 46, 4; Plut., Lucull. 518 [39, 2]; IG XIV, 645, 146 [Dorian]; OGI 655, 2 [25 B.C.]; PGrenf I, 21, 17 [126 B.C.]; BGU 699, 3; 894, 2; LXX; En; TestSol; Philo, Mos. 1, 224 v.l., Spec. Leg. 1, 73 v.l.; Joseph. [Schmidt 528f]; Just., D. 86, 6).① process of building, building, constructionⓐ lit. (2 Ch 3:2 v.l.; Sir 40:19; Jos., Ant. 11, 59; ViHg 1 [p. 87, 18 Sch.]; Jos., Ant. 11, 59; Theoph. Ant. 3, 22 [p. 246, 24]; Did., Gen. 33, 27) ἐτελέσθη ἡ οἰκοδομή the construction was at an end Hs 9, 5, 1a. ἀνοχὴ τῆς οἰκ. a delay in the building ibid. b; 9, 14, 2. Hv 3, 2, 8 prob. belongs in 2a.ⓑ fig., of spiritual strengthening (s. οἰκοδομέω 3) edifying, edification, building up.α. act., w. obj. gen. πρὸς τὴν οἰκ. τῆς ἐκκλησίας for the building up of the church 1 Cor 14:12. ὑπὲρ τῆς ὑμῶν οἰκ. 2 Cor 12:19. Abs. πρὸς οἰκοδομήν for edification Ro 15:2; 1 Cor 14:26; cp. Eph 4:29 (Straub 36). Paul has received his authority fr. the Lord εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν 2 Cor 13:10; cp. 10:8. τὰ τῆς οἰκ. τῆς εἰς ἀλλήλους what makes for the edification of each other Ro 14:19. The letters of Ignatius contain πᾶσαν οἰκοδομήν Pol 13:2. Abstr. for concr. ὁ προφητεύων λαλεῖ οἰκοδομήν the one who prophesies speaks words that edify 1 Cor 14:3.β. pass. οἰκοδομὴν λαβεῖν receive edification, be edified 1 Cor 14:5. εἰς οἰκ. τ. σώματος τ. Χριστοῦ that the body of Christ might be built up Eph 4:12. εἰς οἰκ. ἑαυτοῦ for its own edification vs. 16 (for the grammar cp. TestJob 11:5 εἰς οἰκονομίαν τῶν πτωχῶν).② a building as result of a construction process, building, edificeⓐ lit.; pl., of secular buildings (Diod S 16, 76, 2; 20, 8, 3) Hs 1:1 (w. ἀγροί, παρατάξεις, οἰκήματα); GJs 9:3; 13:1. Esp. of temple buildings (1 Esdr 5:70) εἰς τὴν οἰκ. ἐλπίζειν put one’s hope in the building alone 16:1. Pl. of various buildings in the temple area Mk 13:1f. αἱ οἰκοδομαὶ τοῦ ἱεροῦ Mt 24:1. Esp. freq. in the imagery of the tower in Hermas (v 3; Hs 9). Yet in many pass. mng. 1a is also prob.: ἡ οἰκ. τοῦ πύργου the tower building (or the building of the tower) Hv 3, 2, 6b; 3, 4, 1f; 3, 5, 1b; 3, 12, 3; Hs 9, 1, 2; 9, 3, 3; 9, 4, 2ff; 9, 5, 2; 9, 17, 4 al. τὰ ἐξώτερα μέρη τῆς οἰκ. the outside of the building Hs 9, 9, 3b. Of the stones: εὔχρηστοι εἰς (τὴν) οἰκ. v 3, 5, 5; 3, 6, 1; 6; also εὔχρηστοι τῇ οἰκ. Hs 9, 15, 6. χρήσιμοι εἰς τὴν οἰκ. τοῦ πύργου v 4, 3, 4. ἀπενεχθῆναι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 8, 3a. ἀπέρχεσθαι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 5, 3f; 9, 7, 4a; 6f; 9, 10, 2. ἀποβάλλεσθαι ἐκ (ἀπὸ) τῆς οἰκ. Hs 9, 7, 1; 9, 8, 3b; 9, 9, 5. ἀποδοκιμάζειν ἐκ τῆς οἰκ. Hs 9, 12, 7; pass. (without ἐκ) 9, 23, 3; ἁρμόζειν εἰς τὴν οἰκ. v 3, 6, 5; 3, 7, 5; pass. Hs 9, 4, 3; 9, 8, 5ff; 9, 9, 4; 9, 15, 4. βάλλειν εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 7, 4; 6; 9, 8, 2a; pass. 9, 7, 5; 9, 10, 1; 9, 30, 2. δοκιμάζειν τὴν οἰκ. Hs 9, 5, 2b. εἰσέρχεσθαι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 12, 4; 9, 13, 4. ἐκλέγεσθαι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 9, 3a. ἐπιδιδόναι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 4, 5; 8; 9, 15, 5; pass. 9, 4, 6. ἐπιθυμεῖν τὴν οἰκ. Hs 9, 9, 7. ἐπιτίθεσθαι εἰς τὴν οἰκ. v 3, 5, 2. ἐργάζεσθαι εἰς τὴν οἰκ. work at the building Hs 9, 6, 2b. εὑρεθῆναι εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 6, 4. ὁ ἐφεστὼς εἰς τὴν οἰκ. Hs 9, 6, 2a. κατανοεῖν τὴν οἰκ. examine the building Hs 9, 5, 7; 9, 6, 3. συναρμόζεσθαι εἰς τὴν οἰκ. τοῦ πύργου Hs 9, 16, 7. τιθέναι εἰς τὴν οἰκ. v 3, 2, 6a; 7; Hs 9, 7, 2; 9, 8, 2b; pass. v 3, 5, 4; Hs 9, 6, 8; 9, 8, 4; 9, 9, 2; 9, 13, 6; 9, 16, 1; 9, 17, 3; 9, 29, 4; 9, 30, 1. τίθεσθαι ἐκ τῆς οἰκ. Hs 9, 8, 1. ὑπάγειν εἰς τὴν οἰκ. v 3, 5, 1a; 3; 3, 6, 2; Hs 9, 3, 3f. χρᾶσθαι εἰ τὴν οἰκ. v 3, 2, 8.ⓑ Hermas hesitates betw. the literal and nonliteral uses of οἰκ. but the fol. passages are quite nonliteral (οἱ τοῦ χριστιανισμοῦ Orig., C. Cels. 3, 28, 8): θεοῦ οἰκοδομή ἐστε you are God’s building 1 Cor 3:9 (AFridrichsen [s. γεώργιον]; on the imagery Straub 85–88). In Eph 2:21 the Christian community is called an οἰκοδομή, more definitely a ναὸς ἅγιος ἐν κυρίῳ that is erected on the foundation of the apostles and prophets w. Christ Jesus as cornerstone (HSchlier, Christus u. d. Kirche im Eph 1930).—Of Christians ὄντες λίθοι ναοῦ πατρὸς ἡτοιμασμένοι εἰς οἰκοδομὴν θεοῦ πατρός since you are stones for the Father’s temple, made ready for the building of God the Father IEph 9:1.—Fig., in another way, of the glorified body of the departed Christian οἰκοδομὴν ἐκ θεοῦ ἔχομεν, οἰκίαν ἀχειροποίητον we have a building fr. God, a house not made w. hands 2 Cor 5:1; Rv 21:18 v.l. (for ἐνδώμησις). S. on οἰκητήριον 2.—Lit. on οἰκοδομέω end.—DELG s.v. δέμω. M-M. EDNT. TW. Sv. -
5 πολυτελής
πολυτελής, ές (τέλος; Hdt. et al.; ins, pap, LXX; En; TestSol 5:1 D; TestJob; TestJud 26:3; JosAs) pert. to being of great value or worth, ordinarily of relatively high degree on a monetary scale, (very) expensive, costly (so Thu.+; ins, pap, LXX, Philo; Jos., C. Ap. 2, 191) of ointment Mk 14:3. Of clothing (X., An. 1, 5, 8; Diod S 4, 53, 3; 17, 35, 2; Polyaenus 6, 1, 4; Philo, Sacr. Abel. 21; Jos., Bell. 1, 605) 1 Ti 2:9. Of stones (Diod S 1, 33, 3; 2, 16, 4; OGI 90, 34; 132, 8 [s. note 7]; SEG VIII 467, 16 [217 B.C.]; PGM 5, 239. So mostly LXX; En 18:6; EpArist 60 al.) λίθος π. B 6:2 (Is 28:16); pl. MPol 18:2. παρατάξεις π. costly establishments (s. παράταξις 2) Hs 1:1.—Metaph., of inward adornment ἐνώπιον τοῦ θεοῦ πολυτελές (i.e. God appraises it at high value) 1 Pt 3:4.—DELG s.v. τέλος. M-M. Spicq.
См. также в других словарях:
παρατάξεις — παράταξις placing side by side fem nom/voc pl (attic epic) παράταξις placing side by side fem nom/acc pl (attic) παρατάσσω place aor subj act 2nd sg (epic) παρατάσσω place fut ind act 2nd sg παρατάσσω place aor subj act 2nd sg (epic) παρατάσσω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
ησυχαστές — Οπαδοί θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος στο Βυζάντιο (14ος αι.). Επιδίωκαν –μέσω της απόλυτης συγκέντρωσης και της προσευχής– να περιπέσουν σε έκσταση και να επικοινωνήσουν με τον Θεό. To κίνημα αυτό, που αναπτύχθηκε κυρίως στο Άγιον Όρος,… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ουρουγουάη — Κράτος της νοτίου Αμερικής. Συνορεύει Β και Α με τη Βραζιλία, Δ με την Αργεντινή. Βρέχεται Ν από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η επίσημη ονομασία του κράτους, Ανατολική Δημοκρατία της Ο., οφείλεται στο γεγονός ότι κατά την εποχή της αποικιοκρατίας, η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αντιπολιτεία — ἀντιπολιτεία, η (Α) 1. πολιτική αντίθεση, αντιπολίτευση 2. στον πληθ. αἱ ἀντιπολιτεῑαι αντιμαχόμενες παρατάξεις, φατρίες … Dictionary of Greek