-
1 λαιμός
Grammatical information: m.Meaning: `throat, gullet' (Il.).Derivatives: Denomin.: 1. λαι-μάσσω, - ττω `be voracious' (Ar., Herod.; Schwyzer 733) with λαίμαστρον `voracious animal, carouser', as term of abuse (Herod.; cf. on ζύγαστρον); 2. λαιμώσσω `id'. (Nic. Al. 352 as v.l.); 3. λαιμάω `id'. (Hippon.); 4. λαιμάζουσιν ἐσθίουσιν ἀμέτρως H.; λαιμίζω `cut the throat, slaughter' (Lyc.). - Nouns: λαιμά n. pl. = λαμυρά `voracious, greedy' (H.; Men. 106, codd. λαῖμα, λῆμα), prob. back formation to λαιμάω, - άζω, - άσσω; λαιμώρη ἡ λαμυρίς (Theognost. Kan. 9, Suid.); cf. esp. πληθώρη (on the acc. Wackernagel - Debrunner Phil. 95, 181 f.). - A comp. that became unclear is λαίμαργος `voracious, carouser' (Arist., Thphr.) from *λαιμό-μαργος (cf. esp. γαστρί-μαργος), if not from λαίμαργος; s. Georgacas Glotta 36, 165.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: With λαιμός one connects λαῖτμα (s.v.), for which I see no basis; further no usable connection. - Several proposals: to λαμυρός (s. v.), λάμια, *λαμός (WP. 2, 434 with Prellwitz); to λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. (Bq; against this WP. 2, 377); to λαιός (Huisman KZ 71, 104; cf. s. v.). Several hypotheses on the badly attested adj. λαιμός (s. λαιμά above) by WP. l.cc., among which Solmsen KZ 44, 171 to λαιδρός (s. v.).Page in Frisk: 2,72-73Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαιμός
-
2 λαιμός
λαιμός (A), ὁ,A throat, gullet, in Hom. always of men,βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνθερεῶνα Il.13.388
;τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;οὔ πως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις Il.19.209
;λ. ἀπαμήσειε 18.34
: metaph., neck of a bottle, AP 9.232 (Phil.): also in pl., E.Ph. 1092; so of animals, Id.Supp. 1201, Ar.Av. 1560.—Rare in early Prose, as Hp.Cord.2, but commoner later, as Luc.Nigr.16, Gal.15.656, Porph.Marc.33, Jul.Or.6.193b.------------------------------------A = λαμυρός 11, Heraclit.Incred.2 (cj.), Hsch.: neut. pl. as Adv., λαιμὰ βακχεύειν impudently, Men.106. -
3 λαιμός
λαιμόςthroat: masc nom sg -
4 λαιμός
λαιμός: throat, gullet. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λαιμός
-
5 λαιμός
1) neck2) throatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λαιμός
-
6 λαιμούς
λαιμόςthroat: masc acc pl -
7 λαιμόν
λαιμόςthroat: masc acc sg -
8 λαιμώ
λαιμόςthroat: masc nom /voc /acc dual -
9 λαιμώ
λαιμάωpres imperat mp 2nd sgλαιμάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)λαιμάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)λαιμάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)λαιμάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg (doric aeolic)——————λαιμάωpres opt act 3rd sgλαιμόςthroat: masc dat sg -
10 λῑρός
λῑρόςGrammatical information: adj.Meaning: `bold, shameless, lewd' (Call. Fr. 229, Alex. Aet. 3, 30).Derivatives: λιραίνει ἀναιδεύεται H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Often connected with λαιμός, but with divergent further connections, s. Bq and WP. 2, 377 (cf. on λαιμός). Formally closer, semantically not farther, connection with λιμός `hunger'. - Not with Hoffmann Dial. 3, 372 (to λελιημένος); nor with Prellwitz (to Skt. līlā `play'); unconvincing Fur. 240.Page in Frisk: 2,128Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῑρός
-
11 λαιμοίο
-
12 λαιμοῖο
-
13 λαιμοίς
-
14 λαιμοῖς
-
15 λαιμού
λαιμάωpres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg -
16 λαιμοῦ
λαιμάωpres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμάωimperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)λαιμόςthroat: masc gen sg -
17 λαιμώι
-
18 λαιμῶι
-
19 λαιμών
λαιμάωpres part act masc voc sgλαιμάωpres part act neut nom /voc /acc sgλαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)λαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λαιμόςthroat: masc gen pl -
20 λαιμῶν
λαιμάωpres part act masc voc sgλαιμάωpres part act neut nom /voc /acc sgλαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)λαιμάωpres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)λαιμόςthroat: masc gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λαιμός — throat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμός — ο πληθ. οι λαιμοί και τα λαιμά 1. το τμήμα του σώματος ανάμεσα στο κεφάλι και το στήθος: Φορούσε ένα μενταγιόν στο λαιμό. 2. ο πληθ., τα λαιμά η ασθένεια του λαιμού, αμυγδαλίτιδα, φαρυγγίτιδα κτλ.: Υποφέρει από τα λαιμά της. 3. φρ., «Τον πήρα στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαιμούς — λαιμός throat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμόν — λαιμός throat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμώ — λαιμός throat masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σφάραγος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος» 2. φάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σφάραγος με σημ. «ψόφος» συνδέεται με το ρ. σφαραγοῦμαι* και έχει σχηματιστεί μτγν. πιθ. από το σύνθ. σε σφάραγος (πρβλ. ασφάραγος (II), ἐρισφάραγος), κατά το… … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ασφάραγος — (I) ἀσφάραγος, ο (Α) φάρυγγας, λαιμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ακριβής σημασία της λ. οδηγεί στη σύνδεσή της με τη λ. φάρυγξ, ενώ ο παράλληλος τ. σφάραγος προέκυψε ίσως από παρετυμολογική επίδραση του ρ. σφαραγούμαι «τρίζω, εξογκώνομαι,… … Dictionary of Greek