Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λαιμοῦ

См. также в других словарях:

  • λαιμοῦ — λαιμάω pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic) λαιμάω imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic) λαιμός throat masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sotiris Dimitríu — (Atenas, 2008). Sotiris Dimitríu (en griego Σωτήρης Δημητρίου) (Ambelona de Cesprotía, 1955) es un escritor griego. Desde 1985 ha publicado cuatro colecciones de relatos breves, tres narraciones más extensas y un libro de poemas. Ha merecido… …   Wikipedia Español

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • πελεκανός — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… …   Dictionary of Greek

  • πονόλαιμος — ο, Ν πόνος τού λαιμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + λαιμός, κατ αντιστροφή τού λαιμόπονος από τη νεώτερη συντακτική εκφορά: πόνος λαιμού (πρβλ. πονο κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

  • στραβολαιμιάζω — Ν [στραβολαίμης] 1. στραβώνω τον λαιμό κάποιου, τόν πιάνω και τού στρίβω τον αυχένα προς μία πλευρά 2. γίνομαι στραβολαίμης από τη συχνή ή πολύωρη στροφή τού λαιμού προς την ίδια κατεύθυνση ή από ψύξη 3. πάσχω από συγγενή δυσμορφία τού κεφαλιού… …   Dictionary of Greek

  • υάγχη — η / ὑάγχη, ΝΑ νόσος τού λαιμού τών χοίρων και, ειδικότερα, φλεγμονή τού βλεννογόνου τού οπίσθιου τμήματος τού στόματος και τού λάρυγγα αρχ. (γενικά) οξύς πόνος τού λαιμού, κυνάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + άγχη (< ἄγχω), πρβλ. κυν άγχη,… …   Dictionary of Greek

  • υποδερίς — η / ὑποδερίς, ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α νεοελλ. (λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή τού λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών αρχ. 1. το κάτω μέρος, η βάση τού τραχήλου 2. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρη /… …   Dictionary of Greek

  • χελώνι — το, Ν [χελώνη] (κν. ονομ.) 1. χοιράδωση, διογκωμένος αδένας τού λαιμού 2. εξογκωμένο λίπωμα στο κεφάλι 3. στον πληθ. τα χελώνια διογκωμένοι αδένες τού λαιμού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»