Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λαιμίζω

См. также в других словарях:

  • λαιμίζω — (Α) [λαιμός] κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, σφάζω …   Dictionary of Greek

  • ἀπολαιμίζει — ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind mp 2nd sg ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • υπολαιμίζω — Μ κόβω τον λαιμό, σφάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λαιμίζω «κόβω τον λαιμό, σφάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λαιμίσας — λαιμίσᾱς , λαιμίζω cut the throat aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»